Επικαιρότητα - News | 4-6 2002 | 7-12 2002 | 1-6 2003 | 7-12 2003 | 1-6 2004 | 7-12 2004 | Photo Gallerie | Mensa Spesial Interest Groups |

AΡΘΡΑ

 

 

 

ΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ Γιώργος Κλείτσας (Ομιλία προς τα μέλη της Mensa)

 

 

Αγαπητοί φίλοι,

 

Θα ήθελα κατ’ αρχήν να σας ευχαριστήσω για την αποψινή σας παρουσία.

 

Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Ιωάννα, η οποία έχει αναλάβει την οργάνωση αυτών των μηνιαίων ομιλιών.

 

Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την Ειρήνη, η οποία στο περιθώριο της δικής της ομιλίας, που ήταν και η πρώτη χρονολογικά, με υπέδειξε ως υποψήφιο μιας μελλοντικής διάλεξης. Φαντάζομαι, ότι, έχοντας υπ’ όψη της τη θεματολογία των άρθρων μου στο περιοδικό της Mensa, θα περίμενε κάτι σε γραφή σουρεαλιστική, με πνεύμα πρακτικής φιλοσοφίας που να περιλαμβάνει και κάποια μαθηματικά πιθανοτήτων.

 

Αντίθετα, από τον τίτλο του θέματος που επέλεξα, «Μια θεωρία για τον έρωτα», μόνο η λέξη «θεωρία» παραπέμπει συνειρμικά στα Μαθηματικά, μια λέξη, όμως, που χρησιμοποιείται γενικά για να υποδηλώσει μια συγκροτημένη άποψη ή ένα δομημένο σύνολο γνώσεων σε κάποιο πεδίο που δεν ανήκει κατ’ ανάγκη στις λεγόμενες θετικές επιστήμες.

 

Η πολυπλοκότητα της έννοιας «έρωτας» δεν είναι φανερή στον μη ειδικό, όπως δεν είναι φανερή στον μη ειδικό κι αυτή που υπάρχει στους θετικούς ακεραίους (σκεφτείτε πως η απόδειξη του περίφημου «Τελευταίου Θεωρήματος του Fermat» που βασάνισε τους μαθηματικούς για 350 χρόνια, έχει έκταση 130 σελίδων περίπου), όμως πρόκειται στην πραγματικότητα για δύο διαφορετικούς κόσμους. Ο κόσμος των μαθηματικών δεν διαχωρίζεται από τον κόσμο της φιλοσοφίας, από τον αρχαιοελληνικό Λόγο, οι έννοιές του είναι απόλυτα διευκρινισμένες, συγκροτούν μια στέρεη δομή και διερευνάται με τη νόηση. Ο κόσμος του έρωτα ανήκει στους κόσμους των σημείων, που είναι πάντα διφορούμενα, που δε συγκροτούν ένα Όλο, χωρίς παρά ταύτα να λείπει κάποιο κομμάτι, και διερευνάται με την ευαισθησία, την άλλη όψη του νομίσματος που ονομάζουμε νοημοσύνη.

 

Υπάρχουν, βέβαια, κάποια εξαιρετικά δοκίμια σημαντικών συγγραφέων, όπως ο Ρολάν Μπαρτ στα «Αποσπάσματα του Ερωτικού λόγου» κι ακόμα σημαντικά λογοτεχνικά (ο Κούντερα, για παράδειγμα) και ποιητικά έργα με θέμα τον έρωτα, θεατρικά και κινηματογραφικά έργα κλπ. Όλα αυτά όμως είναι αποσπασματικά, δεν συγκροτούν ένα σώμα και μια ενιαία άποψη. Το έργο, λοιπόν του θεωρητικού στην περίπτωση αυτή είναι να δώσει τους ορισμούς, τα αξιώματα για μια Αξιωματική Θεωρία του Έρωτα, όπως περίπου κάνουμε για μια Αξιωματική Θεωρία στα Μαθηματικά, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό, αν λάβουμε υπ’ όψη τις θεμελιώδεις διαφορές των δύο Κόσμων που αναφέραμε.

 

Κάτι τέτοιο θα ήταν πρακτικά αδύνατο χωρίς μια ισχυρή βάση, ένα έργο προγενέστερο, όπως υπήρξε για μένα το δεκαπεντάτομο έργο του Μαρσέλ Προυστ, «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο», για κάποιους τόμους του οποίου, πήρε το βραβείο Γκονκούρ το Δεκέμβριο του 1919, τρία χρόνια πριν το θάνατό του σε ηλικία 52 ετών.

 

Το έργο του Προυστ, πολύ γνωστό στο χώρο της διανόησης και με πολυάριθμες αναφορές σε αυτό από τη Λογοτεχνία, την Ψυχανάλυση και τη Σημειολογία, το ήξερα απλά σαν ένα τίτλο, το ανακάλυψα όμως ουσιαστικά πριν από 6-7 χρόνια, μ’ ένα τυχαίο τρόπο, από ένα ντοκυμανταίρ στην τηλεόραση - ίσως όμως και ακριβώς τον καιρό που έπρεπε, αν θεωρήσω ως σημαδιακή συγκυρία την εμφάνιση, λίγο μετά, μιας γυναίκας που μου επέτρεψε να διαπιστώσω, πόση αλήθεια υπήρχε στο έργο του Προυστ, μια αλήθεια, που πρέπει να ομολογήσω ότι στην αρχή δεν δεχόμουν το μεγαλύτερο κομμάτι της.

 

Έτσι, αναλαμβάνοντας σήμερα να σκιαγραφήσω «Μια θεωρία για τον έρωτα», δεν κάνω απλά μια περίληψη ή μια συρραφή αποσπασμάτων από το ογκώδες έργο του Προυστ. Έχω τη βεβαιότητα ότι είμαι ένας από αυτούς τους μελλοντικούς αναγνώστες του, οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν θα ήταν αναγνώστες του αλλά αναγνώστες του εαυτού τους, στους οποίους απευθυνόμενος ο ίδιος στον τελευταίο τόμο του, γράφει «δεν θέλω να μου πείτε αν το έργο μου είναι καλό ή κακό από τη λογοτεχνική άποψη, αλλά αν αυτό που διαβάζετε μέσα σας, είναι αυτό που έγραψα».

 

Ο Προυστ διακρίνει τέσσερις κατηγορίες «σημείων» (τα σημεία μπορούμε γενικά να πούμε ότι είναι εντυπώσεις, ή ακόμα σημάδια, ενδείξεις, σήματα, ακόμα και συμπτώματα). Είναι τα κοσμικά σημεία (φανταστείτε ένα κοσμικό γεγονός) που είναι κενά, τίποτα δεν γίνεται και τίποτα δεν λέγεται ουσιαστικά, στη δεύτερη βαθμίδα τα ερωτικά σημεία, που είναι απατηλά και οδυνηρά, στη συνέχεια τα σημεία των αισθήσεων, της όρασης, ακοής, γεύσης κλπ που είναι ένα σκαλοπάτι παραπάνω αλλά κι αυτά ακόμα αρκετά υλικά και τέλος, στην ανώτατη βαθμίδα, τα σημεία της Τέχνης, που είναι αποϋλοποιημένα και τα μόνα αληθινά.

 

Πριν προχωρήσω, θα ήθελα να κάνω δύο διευκρινίσεις σχετικά με τη γλώσσα, κάτι σαν γλωσσολογικές συμβάσεις.

 

Η πρώτη έχει να κάνει με την διττή έννοια της γαλλικής λέξης «amour» στα ελληνικά. Καθώς οι Γάλλοι δεν έχουν άλλη λέξη για τον έρωτα και άλλη για την αγάπη, θα πρέπει να θεωρούμε, κατά τη διάρκεια και για τους σκοπούς της σημερινής διάλεξης, ότι οι δύο έννοιες ταυτίζονται - με τη ερμηνεία «έρωτας» να κυριαρχεί και να απορροφά την ερμηνεία «αγάπη». Όταν το κείμενο λέει «αγαπώ» ή «είμαι ερωτευμένος», θα σημαίνει το ίδιο πράγμα.

 

Η δεύτερη έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο συγγραφέας είναι άντρας και το έργο σ’ ένα μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό και είναι φυσικό πολλά αποσπάσματα να αναφέρονται στον τρόπο που σκέφτεται ο ερωτευμένος σε σχέση με τη γυναίκα που αγαπά. Αν αυθαίρετα αντικαθιστούσα παντού την έκφραση «αγαπημένη γυναίκα» με την έκφραση «αγαπημένο πρόσωπο» για παράδειγμα, έκφραση που ο ίδιος ο Προυστ χρησιμοποιεί άλλωστε, εναλλακτικά σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα επειδή κάθε μυθιστορηματικό του πρόσωπο είναι κάτι σαν μια κατανομή υπαρκτών προσώπων με διαφορετικούς συντελεστές βαρύτητας και, ενίοτε, μείγμα από άτομα και των δύο φύλων, το κείμενο θα γινόταν μονότονο. Θα αλλοίωνα επίσης αναγκαστικά και χωρίς, φυσικά, την άδεια του συγγραφέα, κάποια αποσπάσματα που θα ήθελα να παραθέσω αυτούσια. Εκτός αυτών, πραγματικά δεν ξέρω κατά πόσο είναι απόλυτα κατοπτρικές οι σχέσεις των δύο φύλων και αν επιπλέον μπορούμε να πούμε ότι στη σχέση του άντρα με τη μητέρα, αντιστοιχεί η σχέση της γυναίκας με τον πατέρα. Ζητώ, λοιπόν, την κατανόησή σας στο σημείο αυτό.

 

Επίσης θα αναφερθούν κάποια ονόματα - η Αλμπερτίν και η Ζιλμπέρτ είναι δύο από τους σημαντικότερους έρωτες του αφηγητή, ο βαρόνος ντε Σαρλύς, το βασικό πρόσωπο του έργου.

Περιγραφικός ορισμός και περαιτέρω ανάλυση της έννοιας του σημείου

 

Ο ερωτευμένος είναι ένας μαθητευόμενος και η μάθηση ανάγεται ουσιαστικά στα σημεία. Τα σημεία αποτελούν το αντικείμενο μιας εγκόσμιας μαθητείας και όχι μιας αφηρημένης γνώσης. Να μαθαίνει κανείς είναι να εξετάζει ένα ον, σα να εκπέμπει σημεία, σήματα που πρέπει να αποκρυπτογραφηθούν, να ερμηνευτούν. Όλα όσα μας διδάσκουν κάτι, εκπέμπουν σημεία, και κάθε πράξη μάθησης είναι η ερμηνεία σημείων ή ιερογλυφικών. Δεν ανακαλύπτει κανείς καμία αλήθεια, δε μαθαίνει τίποτα, παρά μόνο με την αποκρυπτογράφηση και την ερμηνεία και οι κίνδυνοι μιας λαθεμένης ερμηνείας είναι τόσο μεγάλοι όσο κι εκείνοι μιας ιατρικής διάγνωσης. Τα σημεία, οι εντυπώσεις, δεν απευθύνονται μόνο στο βλέμμα μας, αλλ’ απαιτούν μιά αντίληψη πιο βαθιά που κυριεύει όλη μας την ύπαρξη. Την πρώτη φορά που αντικρύζει την Ζιλμπέρτ - είναι και οι δυό παιδιά - σημειώνει : «Τα μαύρα της μάτια γυάλιζαν και, καθώς δεν ήξερα τότε, ούτε κι έμαθα από τότε, να περιορίζω στα αντικειμενικά της στοιχεία μια δυνατή εντύπωση, καθώς δεν είχα, όπως λένε, αρκετό «πνεύμα παρατηρητικότητας» για να ξεδιαλύνω την αίσθηση του χρώματός τους, για καιρό, κάθε φορά που την ξανασκεφτόμουν, η ανάμνηση της λάμψης τους μου εμφανιζόταν αμέσως σαν από έντονο γαλάζιο, αφού ήταν ξανθιά : κι έτσι, αν ίσως δεν είχε μάτια τόσο μαύρα - πράγμα που τόσο εντυπωσίαζε την πρώτη φορά που την αντίκρυζες - δε θα είχα, όπως έγινε, ερωτευθεί ιδιαίτερα τα γαλανά της μάτια».

 

Μαθητεία

 

Ο ήρωας της Αναζήτησης είναι ένας μαθητευόμενος. Δεν ήξερε ακόμη τούτο η εκείνο το πράγμα, θα το μάθει αργότερα. Είχε τούτη ή εκείνη την ψευδαίσθηση ή την αυταπάτη, που τελικά θα την αποβάλλει. Η πρώτη από τις προϋπάρχουσες πεποιθήσεις που πρέπει να υπερνικηθεί, είναι αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε «αντικειμενισμό». Αποδίνουμε στο αντικείμενο τα σημεία που φέρει, πιστεύουμε πως το ίδιο το αντικείμενο κρατά το μυστικό του σημείου που εκπέμπει. Εξετάζουμε προσεκτικά το αντικείμενο, επανερχόμαστε στο αντικείμενο για να αποκρυπτογραφήσουμε το σημείο. Γιατί κάθε εντύπωσή μας έχει δύο πλευρές : «Σχεδόν αναπόσπαστη από το αντικείμενο, προεκτείνεται μέσα μας από ένα δεύτερο τμήμα της που μονάχα εμείς θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε». Κάθε σημείο είναι χωρισμένο στα δύο : υποδηλώνει κάποιο αντικείμενο, σημαίνει κάτι διαφορετικό, πράγμα, το οποίο εύκολα συγχέουμε. Η αντικειμενική πλευρά είναι η πλευρά της ευχαρίστησης, της άμεσης απόλαυσης και της πρακτικής. Μόλις πάρουμε αυτή την κατεύθυνση, έχουμε κιόλας θυσιάσει την πλευρά «αλήθεια». Προτιμούμε την ευκολία της αναγνώρισης από την εμβάθυνση. Στην αρχή, ο κόσμος φαίνεται γεμάτος μυστήριο στον μαθητευόμενο : πιστεύει πως οι άνθρωποι που εκπέμπουν σημεία, αυτοί και τα καταλαβαίνουν και κατέχουν τον κώδικά τους. Τις πρώτες φορές που ερωτεύεται, ότι νιώθει το αποδίνει στο «αντικείμενο» : αυτό που του φαίνεται μοναδικό σ’ ένα πρόσωπο, του φαίνεται και πως ανήκει σ’ αυτό το πρόσωπο. Και έτσι, οι πρώτοι του έρωτες τείνουν στην εξομολόγηση, στην απόδοση σεβασμού στο αντικείμενο (απόδοση στο αγαπημένο πρόσωπο αυτού που πιστεύουμε ότι του ανήκει).

Αργότερα συνειδητοποιεί ότι η εξομολόγηση δεν είναι σκηνή βασική του έρωτα, δεν είναι ούτε απαραίτητο ούτε επιθυμητό να εξομολογείσαι (να ομολογείς τον έρωτά σου και να εκδηλώνεις την τρυφερότητά σου στην αγαπημένη γυναίκα) : «θα ήμασταν χαμένοι, θα χάναμε όλοι μας την ελευθερία, αν επιτρέπαμε στο αντικείμενο να επωφεληθεί από τα σημεία και τις σημασίες που το ξεπερνούν». Το ίδιο συμβαίνει και με την ηδονή - στους πρώτους έρωτες πιστεύουμε ότι η ηδονή που μας προσφέρει μια συγκεκριμένη γυναίκα είναι ξεχωριστή και πως δεν μπορεί να μας την προσφέρει καμία άλλη - στη συνέχεια ο μαθητευόμενος μαθαίνει να απομονώνει την ερωτική ηδονή απ’ την κατάκτηση των διαφορετικών γυναικών με τις οποίες την απόλαυσε και την περιορίζει σε μια γενική έννοια. Είναι ευκαιρία να πούμε εδώ ότι «ούτε καν υπάρχει αυτή η ηδονή, απομονωμένη, χωριστή και διατυπωμένη στη σκέψη, σαν στόχος που επιδιώκει κανείς πλησιάζοντας μια γυναίκα, σαν αιτία της αναστάτωσης που νιώθει από πριν. Μόλις που τη σκέφτεται σαν μια μελλοντική απόλαυση : μάλλον, αναζητεί τη γοητεία εκείνης της γυναίκας : γιατί δεν σκέφτεται τον εαυτό του, σκέφτεται μόνο να βγει απ’ τον εαυτό του».

 

Η δεύτερη φάση της μαθητείας είναι ο «υποκειμενισμός» - διδασκόμαστε την υποκειμενικότητα του έρωτα καθώς και την ανάγκη να μην εξομολογούμαστε για να προφυλάξουμε έτσι τους μελλοντικούς έρωτές μας. Ο ισχυρότατος πειρασμός μιας βασισμένης στον υποκειμενισμό ερμηνείας προέρχεται από το γεγονός ότι κάθε έρωτας συνδέεται με συνειρμούς ιδεών και εντυπώσεις ολότελα υποκειμενικές : και το τέλος ενός έρωτα συγχέεται με τον αφανισμό μιας «αναλογίας» συνειρμών, όπως συμβαίνει σε μια εγκεφαλική συμφόρηση ή με τη ρήξη μιας φθαρμένης αρτηρίας. Όταν πλησιάζει κανείς την ηλικία που σχεδόν δεν τρέφει πια αυταπάτες και ζητάει στον έρωτα - τον πιο σαρκικό - την υποκειμενική ευχαρίστηση, δεν απαιτεί αμοιβαιότητα, του αρκεί να είναι ερωτευμένος. «Άλλοτε ονειρευόσουν ν’ αποκτήσεις την καρδιά μιας γυναίκας που αγαπούσες : αργότερα το να νιώθεις πως απόχτησες την καρδιά μιας γυναίκας μπορεί να’ ναι αρκετό για να την ερωτευθείς. Ο έρωτας, τότε, μπορεί να γεννηθεί, χωρίς να υπάρχει, στη βάση του, ένας προγενέστερος πόθος».

 

Η τρίτη φάση της μαθητείας είναι η συνειδητοποίηση του πρωταρχικού θέματος που ξεπερνά τις υποκειμενικές μας καταστάσεις αλλά και τα αντικείμενα στα οποία ενσαρκώνεται. Θα επανέλθουμε σ’ αυτό εκτενώς.

 

Ορισμός του αγαπημένου προσώπου

 

Το αγαπημένο πρόσωπο εκφράζει έναν εφικτό κόσμο, άγνωστο σε μας. Ο αγαπημένος προϋποθέτει, εντυλίγει, φυλακίζει έναν κόσμο που πρέπει να τον αποκρυπτογραφήσουμε. Τα μάτια του θα ήταν μόνο πέτρες, το σώμα του ένα κομμάτι σάρκα, αν δεν εκφράζαν έναν ή πολλούς ενδεχόμενους κόσμους, τοπία και τόπους, τρόπους ζωής, μια πολλαπλότητα από ψυχές. Να αγαπάς, είναι να προσπαθείς να εξηγήσεις, να ξετυλίξεις τους άγνωστους αυτούς κόσμους που παραμένουν τυλιγμένοι μέσα στο αγαπημένο πρόσωπο. Γι αυτό και ερωτευόμαστε τόσο εύκολα γυναίκες που δεν «ανήκουν στον κόσμο μας», που δεν είναι καν του τύπου μας. Ένας από τους ήρωες του συγγραφέα λέει «Και να σκεφτείς πως άσκοπα ξόδεψα χρόνια της ζωής μου, πως θέλησα να πεθάνω, πως είχα τον πιο μεγάλο μου έρωτα, για μια γυναίκα που δε μου άρεσε, που δεν ήταν ο τύπος μου!». Γυναίκες που αγαπούμε συνδέονται πολύ συχνά με τοπία που τα γνωρίζουμε τόσο, ώστε να ευχόμαστε να τα δούμε να αντικαθρεφτίζονται στα μάτια μιας γυναίκας, αλλά που η αντανάκλασή τους καλύπτεται τότε από τόσο μυστήριο, ώστε γίνονται για μας χώρες απροσπέλαστες, άγνωστες: η Αλμπερτίν εντυλίγει, ενσωματώνει, συγχωνεύει την «παραλία και το άφρισμα των κυμάτων». Υπάρχει κάτι σα μια διπλή κίνηση που κάνει ώστε κάποιο τοπίο να απαιτεί να αναδιπλωθεί μέσα σε μια γυναίκα, και η γυναίκα να ξεδιπλώνει τοπία και χώρους που «εμπεριέχει» μέσα στο σώμα της. Πέρα κι απ’ τη συνειρμική αλυσίδα, υπάρχει και κάτι άλλο που ο Προυστ το προσδιορίζει ως αδιαίρετο χαρακτηριστικό του πόθου που προσπαθεί να δώσει κάποια μορφή σε μια ύλη και να γεμίσει με ύλη κάποια μορφή. Εκείνο όμως που δείχνει ότι η συνειρμική αλυσίδα υπάρχει μόνο σε σχέση με μια δύναμη που θα τη σπάσει, είναι μια περίεργη συστροφή που σε εμπλέκει σ΄ έναν άγνωστο κόσμο, ολότελα κενό από σένα τον ίδιο, απορροφημένο από το άλλο αυτό σύμπαν. Η συνειρμική σύνδεση του τοπίου και του αγαπημένου προσώπου στη σκέψη του ερμηνευτή διακόπτεται επομένως για να αντικατασταθεί από την Άποψη του αγαπημένου προσώπου για ένα τοπίο, άποψη στην οποία ο ίδιος ο ερμηνευτής αιχμαλωτίζεται, έστω κι αν πρόκειται να βρεθεί αργότερα διωγμένος έξω απ’ αυτή. Επειδή, με άλλα λόγια, αυτοί οι κόσμοι δεν έχουν αξία παρά μόνο από την άποψη που το αγαπημένο πρόσωπο διατηρεί απέναντί τους, άποψη που προσδιορίζει τον τρόπο τους να περιτυλίγονται μέσα του, ο εραστής δεν μπορεί να κλειστεί αρκετά στους κόσμους αυτούς, χωρίς ταυτόχρονα να αποκλειστεί, αφού δεν τους ανήκει παρά μόνο ως αντικείμενο ιδωμένο, δηλαδή και ως αντικείμενο ελάχιστα ιδωμένο που δεν προσέχτηκε, που αποκλείεται από την ανώτερη Άποψη απ’ όπου γίνεται η επιλογή. Το βλέμμα του αγαπημένου προσώπου δεν με εντάσσει στο τοπίο και στον περίγυρό του, παρά μόνο εκδιώκοντάς με από την ανεξιχνίαστη άποψη που μ’ αυτήν οργανώνονται μέσα του το τοπίο και ο περίγυρος.

 

Πως, όμως, θα μπορούσαμε να πλησιάσουμε ένα τοπίο που δεν είναι πια αυτό που βλέπουμε αλλά, αντίθετα, το τοπίο μέσα στο οποίο μας βλέπουν; Είναι ακριβώς η στιγμή που έχουμε μπλεχτεί στο γρανάζι του έρωτα, θα θέλαμε να παραμείνουμε για κείνην που αγαπάμε ο άγνωστος τον οποίον μπορεί ν’ αγαπήσει *αγαπάμε πάντα, ότι δεν κατέχουμε ολόκληρο, αλλ’ όμως τη χρειαζόμαστε, χρειαζόμαστε ν’ αγγίξουμε λιγότερο το κορμί της παρά την προσοχή της, την καρδιά της κι ο έρωτας, σύμφωνα με μια αλάνθαστη τεχνική, σφίγγει για μας με εναλλασσόμενη κίνηση, το γρανάζι μέσα στο οποίο δεν είναι πια δυνατό ούτε να μην αγαπούμε ούτε να μας αγαπούν. Σ’ ένα εκπληκτικό απόσπασμα, αποδίδεται ακριβώς η στιγμή που αρχίζουμε ν’ αναρωτιόμαστε για τα αισθήματα του αγαπημένου προσώπου, που προσπαθούμε το ακατόρθωτο, να πλησιάσουμε το τοπίο μέσα στο οποίο μας βλέπουν : «Αν με είχε δει, τότε τι μπορεί ν’ αντιπροσώπευα για κείνη; Μέσα από ποιο σύμπαν με ξεχώριζε; Θα μου ήταν το ίδιο δύσκολο να το πω όσο, όταν ορισμένες λεπτομέρειες μας γίνονται ορατές, χάρη στο τηλεσκόπιο, σ΄ ένα γειτονικό ουράνιο σώμα, είναι δύσκολο να συμπεράνουμε απ’ αυτές αν το κατοικούν ανθρώπινα όντα, αν μας βλέπουν, και ποιες ιδέες είναι δυνατόν να προκάλεσε μέσα τους αυτή η θέα». Για την ίδια γυναίκα γράφει λίγο παρακάτω : «Ήξερα πως δε θα γινόταν δικιά μου αν δεν έκανα δικό μου κι ότι υπήρχε μεσ’ τα μάτια της. Ήταν η ζωή της όλη που μου γεννούσε τον πόθο» (αυτή η προέκταση, η δυνατότητα πολλαπλασιασμού του εαυτού μας, είναι η ευτυχία).

 

«Το να πιστεύουμε πως ένα πλάσμα μετέχει σε μιάν άγνωστη ζωή στην οποία ο έρωτάς του θα μας βοηθούσε να μπούμε, είναι, απ’ όλα όσα χρειάζεται ο έρωτας για να γεννηθεί, αυτό στο οποίο δίνει την πιο μεγάλη σημασία και που τον κάνει ν’ αδιαφορεί για όλα τ’ άλλα. Ακόμα και οι γυναίκες που διατείνονται πως κρίνουν έναν άντρα μόνο απ’ τη σωματική του κατασκευή, βλέπουν σ’ αυτήν κάτι που προέρχεται από μια ξεχωριστή ζωή. Γι’ αυτό αγαπούν τους στρατιωτικούς : η στολή τις κάνει λιγότερο απαιτητικές για το πρόσωπο : νομίζουν πως φιλούν κάτω απ’ το θώρακα μια καρδιά διαφορετική, δοσμένη στην περιπέτεια και στην τρυφερότητα : κι ένας νέος ηγεμόνας, ένας πρίγκιπας διάδοχος του θρόνου, για να κάνει τις πιο κολακευτικές κατακτήσεις, στην ξένη χώρα που επισκέπτεται, δεν χρειάζεται το ωραίο προφίλ που θα ήταν ίσως απαραίτητο σ’ έναν χρηματομεσίτη.»

 

Ορισμός του μη-αγαπημένου προσώπου

 

«Το πλάσμα που δεν αγαπούμε και που μας αγαπά μας φαίνεται αφόρητο. Αντί για το πλάσμα αυτό, αντί για τη γυναίκα που δε θα πούμε ότι μας αγαπά αλλά ότι μας έγινε φόρτωμα, προτιμούμε τη συντροφιά οποιασδήποτε άλλης που δε θα έχει ούτε τη χάρη της, ούτε την ομορφιά της ούτε το πνεύμα της. Δε θα τα κερδίσει στα μάτια μας παρά μόνο όταν θα πάψει να μας αγαπά».

 

Φαίνεται πως η αίσθηση ότι μας αγαπούν είναι κουραστική, σχεδόν ανεξάρτητα από τη δική μας διάθεση απέναντι σ’ αυτόν που μας αγαπά. «Θα δημιουργούσα στην Υ την ψευδαίσθηση πως δεν την αγαπούσα πραγματικά. Έτσι δε θα την κούραζε η παρουσία μου και θα μπορούσα να επωφεληθώ χαρούμενα και ήσυχα από την τρυφερότητά της».

 

«Δε θα της έδινε, με τη ζήλεια του, την απόδειξη πως την αγαπούσε υπερβολικά, απόδειξη, που όταν προσφέρεται σ’ έναν από τους δύο εραστές, τον απαλλάσσει μια για πάντα απ’ το ν’ αγαπά περισσότερο.»

 

Φιλία και έρωτας

 

Η φιλία τρέφεται από την παρατήρηση και τη συνομιλία, ο έρωτας γεννιέται και τρέφεται από τη σιωπηρή ερμηνεία. Οι φίλοι κατά τον Προυστ είναι άνθρωποι με καλή θέληση, που συμφωνούν απερίφραστα πάνω στη σημασία που έχουν τα πράγματα, οι λέξεις και οι ιδέες. ‘Όμως, ένας μέτριος έρωτας αξίζει περισσότερο από μια μεγάλη φιλία : γιατί ο έρωτας διαθέτει μεγάλο πλούτο από σημεία. Γιατί όσα περικλείονται στο σημείο είναι πολύ πιο βαθιά από τις διευκρινισμένες σημασίες. Κάτι που ασκεί βία επάνω μας έχει πολύ μεγαλύτερο πλούτο από τους καρπούς της καλής μας θέλησης ή της προσεκτικής μας εργασίας, και πολύ πιο σημαντικό από την ίδια τη σκέψη είναι «αυτό που δίνει αφορμές για σκέψη», πιο σημαντικός απ΄ το φιλόσοφο, ο ποιητής. Η φιλία είναι πάντα κάτι δευτερεύον, ουσιαστικά μηδαμινό, η απόλαυση της φιλίας είναι κάτι μέτριο, ανάμεσα στην κούραση και την πλήξη, ο φίλος αξίζει περισσότερο για το θέαμα που προσφέρει παρά για τις κοινές ιδέες ή τα κοινά αισθήματα που μας προκαλεί. Για κάποιο λόγο, οι καλύτεροι φίλοι είναι αυτοί που δεν πιστεύουν στην αξία της φιλίας. Τα ανώτερα πνεύματα δεν είναι ικανά να μας μεταδώσουν κάποια αλήθεια που θα μας επιτρέψει να αποφύγουμε την προσωπική μας μαθητεία. Ένα ανώτερο λοιπόν πνεύμα ή ένας επιστήθιος φίλος δεν αξίζουν όσο ένας σύντομος έρωτας. Η φιλία δημιουργεί πάντα ψεύτικες επικοινωνίες, βασισμένες σε παρεξηγήσεις και δεν ανοίγει παρά ψεύτικα παράθυρα. Ο έρωτας, πιο διορατικός, αποφεύγει κατ’ αρχή κάθε επικοινωνία.

 

Μέτρια και ανόητα πρόσωπα

 

Όσα λέγονται από ένα βαθυστόχαστο και έξυπνο άνθρωπο, έχουν αξία για το έκδηλό τους περιεχόμενο, το φανερό τους νόημα, το αντικειμενικό και επεξεργασμένο. Δεν μας προσφέρουν όμως παρά μερικές αφηρημένες δυνατότητες. Οι άλλες αλήθειες είναι οι σημαντικές, αυτές που ανακαλύπτουμε μόνοι μας, μέσα από τους δρόμους των σημείων. Έτσι, ένα μέτριο και ανόητο πρόσωπο παρουσιάζει, μόλις το ερωτευθούμε, πολύ μεγαλύτερο πλούτο σημείων από το οποιοδήποτε βαθύτερο, εξυπνότερο πνεύμα. Όσο περισσότερο μια γυναίκα είναι στενοκέφαλη, άμυαλη, τόσο περισσότερο αναπληρώνει τα κενά με σημεία, που πολλές φορές την προδίνουν και φανερώνουν ένα ψέμα, την ανικανότητά της να διατυπώσει κρίσεις νοητές ή να έχει σκέψη με συνοχή. Ο Προυστ λέει για τους διανοούμενους : «Απορούμε όταν τους βλέπουμε να ερωτεύονται μέτριες γυναίκες, αλλ’ αυτές εμπλουτίζουν τον κόσμο τους πολύ περισσότερο απ’ ότι θα το κατόρθωνε μια έξυπνη γυναίκα». Υπάρχει μια μέθη που προκαλείται από τις ακατέργαστες ύλες και φύσεις, γιατί είναι πλούσιες σε σημεία. Με την αγαπημένη μέτρια γυναίκα ξαναγυρίζουμε στις απαρχές της ανθρωπότητας, στις εποχές που τα σημεία υπερτερούσαν σε σχέση με το φανερό περιεχόμενο, και τα ιερογλυφικά σε σχέση με τα γράμματα : μια τέτοια γυναίκα δε μας μεταδίδει τίποτα, αλλά δεν παύει να παράγει σημεία που πρέπει να αποκρυπτογραφήσουμε. Ακόμη, πολλές φορές από ματαιοδοξία επιθυμούμε να λάμψουμε στα μάτια μιας ανόητης και αμόρφωτης γυναίκας - όπως ακριβώς ένας έξυπνος άνθρωπος δεν φοβάται μήπως θεωρηθεί κουτός από έναν άλλον έξυπνο, κι ένας κομψός κύριος δεν φοβάται μήπως η χάρη του παραγνωριστεί από κανέναν μεγάλο άρχοντα αλλ’ από κάποιον αγροίκο.

«Ο Χ ήταν τυφλός όχι μόνο απέναντι σ’ αυτά τα κενά της μόρφωσής της αλλά και στη μετριότητα της εξυπνάδας της. Κάτι περισσότερο : κάθε φορά που η Υ διηγόταν μια κουτή ιστορία, ο Χ άκουγε τη γυναίκα του με μια φιλοφροσύνη, μιαν ευθυμία, σχεδόν με θαυμασμό όπου θα ‘πρεπε να υπήρχαν κατάλοιπα ηδυπάθειας. Ενώ, στην ίδια συζήτηση, ότι βαθυστόχαστο μπορεί να ‘λεγε κείνος, η Υ το άκουγε συνήθως αδιάφορα, βιαστικά, ανυπόμονα και συχνά του αντιμιλούσε σκληρά. Και θα συμπεράνει κανείς πως αυτή η υποταγή του εκλεκτού στο χυδαίο είναι ο κανόνας σε πολλά ζευγάρια, αν σκεφτεί, αντίστροφα, τις τόσες ανώτερες γυναίκες που ενδίδουν στη γοητεία ενός άξεστου, ανελέητου λογοκριτή των πιο ευαίσθητων λόγων τους, ενώ εκστασιάζονται, με την απύθμενη επιείκεια της συμπάθειας, μπροστά στους πιο πλαδαρούς αστεϊσμούς του».

 

 

 

 

 

Η αλήθεια

 

Τι είναι αυτό που αναζητάμε; Δεν είναι η απόλαυση αλλά η αλήθεια τόσο στον έρωτα, όσο και στη φύση ή στην τέχνη. Και η πιο τρομακτική πραγματικότητα δίνει, μαζί με τον πόνο, τη χαρά μιας μεγάλης ανακάλυψης. Ο ζηλότυπος νιώθει κάποια μικρή χαρά όταν κατορθώσει να αποκρυπτογραφήσει ένα ψέμα του αγαπημένου προσώπου, μοιάζει με τον ερμηνευτή που κατορθώνει να μεταφράσει ένα περίπλοκο κείμενο, ακόμα κι αν η μετάφραση αυτή του αποκαλύπτει, προσωπικά, ένα δυσάρεστο και οδυνηρό νέο. Ποιος αναζητά την αλήθεια; Ο Προυστ δεν πιστεύει ότι ο άνθρωπος - ούτε κι η πιο καθαρή διάνοια - έχει μια φυσική επιθυμία του αληθινού, έχει μια θέληση για την αλήθεια. Αναζητούμε την αλήθεια, αναγκαζόμαστε να ερευνήσουμε, μόνο σε σχέση με μια συγκεκριμένη κατάσταση, όταν μας ωθεί ένα είδος βίας πάνω στη σκέψη, όταν νοιώθουμε τη βιαιότητα κάποιου σημείου που μας στερεί τη γαλήνη. Η οδύνη της ευαισθησίας μας, αναγκάζει τη νόηση να ερευνήσει χωρίς να της αφήνει περιθώρια εκλογής. «Ένας άνθρωπος γεννημένος ευαίσθητος και που του λείπει ολότελα η φαντασία, θα μπορούσε παρ’ όλα αυτά να γράψει θαυμάσια μυθιστορήματα. Οι οδύνη που θα του προκαλούσαν οι άλλοι, οι προσπάθειές του να την αποφύγει, οι συγκρούσεις που η οδύνη και το άλλο άκαρδο πρόσωπο θα δημιουργούσαν, όλα αυτά ερμηνευμένα από τη νόηση θα μπορούσαν να αποτελέσουν την ύλη ενός βιβλίου...τόσο ωραίου, όσο κι αν το είχε φανταστεί, επινοήσει». Πρέπει να έχει κανείς ένα ιδιαίτερο χάρισμα για τα σημεία, για να είναι ανοικτός στη συνάντησή τους, ανοικτός στη βία τους. Ποιος λοιπόν αναζητά την αλήθεια; Ο ζηλότυπος, που πιέζεται από τα ψέματα του αγαπημένου προσώπου. Η αλήθεια δεν ανακαλύπτεται με την καλή θέληση, η αλήθεια προδίνεται από άθελα σημάδια. Το σφάλμα της φιλοσοφίας είναι ότι προϋποθέτει πως έχουμε την έμφυτη αγάπη της αλήθειας. Γι αυτό η φιλοσοφία φτάνει μόνο σε συμβατικές, αφηρημένες, αναιτιολόγητες, αυθαίρετες, δυνητικές, λογικές αλήθειες, σε αλήθειες που δεν εκθέτουν κανένα, που δεν αναστατώνουν και που έχουμε πάντα την εντύπωση πως θα μπορούσαν να είναι διαφορετικές και διαφορετικά λεγμένες. Δεν έχουν ποτέ μεγάλο βάθος. Στη φιλοσοφική ιδέα της «μεθόδου», ο Προυστ αντιπαραθέτει τη διττή έννοια του «εξαναγκασμού» και του «τυχαίου». Η τυχαία συνάντηση με κάτι που μας υποχρεώνει (μας πιέζει, μας καταναγκάζει) να σκεφτούμε είναι που μας κάνει να αναζητήσουμε την αλήθεια. Αυτό το κάτι, που ασκεί επάνω μας βία, είναι το σημείο. Το ιερογλυφικό βρίσκεται παντού, με το διττό του σύμβολο, που είναι η τυχαία συνάντηση και η αναγκαιότητα της σκέψης : «τυχαίο και αναπόφευκτο» λέει ο Προυστ. Την αλήθεια δεν πάμε να τη συναντήσουμε, σκοντάφτουμε πάνω της (στο σημείο που θα είναι η σφραγίδα της αυθεντικότητάς της, το οποίο θα πρέπει να ερμηνεύσουμε, να εξηγήσουμε, να αποκρυπτογραφήσουμε, να μεταφράσουμε, να βρούμε το νόημά του). Και η ανάγνωση των σημείων είναι μια πράξη δημιουργίας, δεν υπάρχουν κανόνες και κανείς δεν μπορεί να μας αντικαταστήσει ή να συνεργαστεί μαζί μας. Η αλήθεια, εξ άλλου, δεν βρίσκεται ποτέ στα λόγια, στην έλλογη και αναλυτική έκφραση. «Η αλήθεια δε χρειάζεται να λέγεται για να φανερωθεί, και ίσως μπορείς να τη βρεις πιο σίγουρα δίχως να περιμένεις τα λόγια κι ακόμα καλύτερα δίχως να τα λογαριάζεις, σε χίλια δυό εξωτερικά σημεία, ακόμα και σε ορισμένα αόρατα φαινόμενα, ανάλογα, στον κόσμο των χαρακτήρων, μ’ ότι είναι στη φύση οι ατμοσφαιρικές αλλαγές». Κι αλλού γράφει : «τα ίδια τα λόγια δε μου έδιναν καμία πληροφορία παρά μόνο όταν ερμηνεύονταν όπως ερμηνεύεται το κοκκίνισμα στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που ταράζεται, ή όπως ερμηνεύεται μια ξαφνική σιωπή».

 

Τέλος, την αλήθεια στον έρωτα τη συλλαμβάνουμε μόνο τη στιγμή που έπαψε να μας ενδιαφέρει, όταν το εγώ του ερμηνευτή, το Εγώ που αγαπούσε, έχει κιόλας εξαφανιστεί.

 

Το ψέμα

 

Είναι αναπόφευκτο τα σημεία που εκπέμπει το αγαπημένο πρόσωπο να αποκαλύπτονται απατηλά, μόλις θελήσουμε να τους δώσουμε μια εξήγηση : ενώ απευθύνονται σε μας, ενώ προορίζονται για μας, εκφράζουν ωστόσο κόσμους που μας αποκλείουν, και που το αγαπημένο πρόσωπο δε θέλει, δεν μπορεί να μας τους γνωρίσει. Όχι γιατί έχει μια ιδιαίτερα κακή διάθεση, αλλά εξ αιτίας μιας αντίφασης πιο βαθιάς, που προέρχεται από την ίδια τη φύση του έρωτα. «Διαισθανόμουν από τότε πως στον έρωτα δίχως ανταπόκριση - θα μπορούσα να πω σκέτα στον έρωτα - μπορείς να γευτείς μόνο το απατηλό ομοίωμα της ευτυχίας σε μία από τις μοναδικές εκείνες στιγμές στις οποίες η καλοσύνη μιας γυναίκας η το καπρίτσιο της ή το τυχαίο, τοποθετούν πάνω στις επιθυμίες μας, σε τέλεια σύμπτωση, τα ίδια λόγια, τις ίδιες πράξεις, σα να μας αγαπούσαν αληθινά. Η σωφροσύνη θα απαιτούσε να είχα θεωρήσει με περιέργεια, να είχα κάνει δικό μου με απόλαυση εκείνο το μικρό κομμάτι ευτυχίας, που αλλιώς θα πέθαινα δίχως να υποψιαστώ τι μπορεί αυτό να σημαίνει , και για να μην έρθει η επαύριο να διαψεύσει αυτή τη στιγμή της παλιάς και αυθεντικής στο χρόνο ευτυχίας που μου είχε φανερωθεί μόνο στο σημείο αυτό, θα έπρεπε να είχα φύγει το βράδυ εκείνο δίχως να την ξαναδώ ποτέ». Τα ερωτικά σημεία είναι σημεία απατηλά που δεν μπορούν να απευθυνθούν σ’ εμάς παρά μόνο κρύβοντας αυτό που εκφράζουν, δηλαδή την απαρχή από άγνωστους κόσμους, άγνωστες πράξεις και σκέψεις που δίνουν στα σημεία το νόημά τους. Προκαλούν ακριβώς τον πόνο μιας εμβάθυνσης (είναι όλα τους οδυνηρά, η πραγματική τους έννοια μας προετοιμάζει για ολοένα και μεγαλύτερη οδύνη, κάθε ικανοποίηση που μας δίνεται μεταθέτει μόνο τον πόνο). Τα σημεία, τα ιερογλυφικά του έρωτα είναι τα ψέματα του αγαπημένου προσώπου. Κι αυτός που ερμηνεύει ερωτικά σημεία, ερμηνεύει κατ’ ανάγκη ψέματα. Η μοίρα του προσδιορίζεται με το απόφθεγμα : ν’ αγαπάς δίχως ν’ αγαπιέσαι* ένας άνδρας , ο οποίος είναι αρσενοκοίτης, αν δεν κάνει συμβιβασμούς, γυρεύει πρωταρχικά τον έρωτα ενός άντρα της άλλης φυλής, δηλαδή ενός άντρα που αγαπά τις γυναίκες (και που κατά συνέπεια δε θα μπορεί να τον αγαπήσει) και όχι τον έρωτα ενός άλλου αρσενοκοίτη .

 

Κατ’ αρχήν το αγαπημένο πρόσωπο δεν είναι ανάγκη να λέει ψέματα, δεν είναι αποφασισμένο να μας πει ψέματα, παρά μόνο αν πιστεύει πως το αγαπάμε. Την αγάπη μας την ταυτίζει, ακόμη κι όταν δεν σκέφτεται τη λέξη Αγάπη, μ’ ένα αίσθημα ανακριτικό που θέλει να μάθει, που υποφέρει μαθαίνοντας και ζητά να μάθει ακόμα περισσότερα. Από τη στιγμή αυτή μας κρύβει τα πάντα και αυτό που δεν θα κάνει ποτέ θα είναι να ομολογήσει - τουλάχιστον όσο πιστεύει ότι το αγαπάμε.

 

Το ψέμα υπακούει σε νόμους, υπάρχει μια «φυσική» του ψέματος, νόμοι επαφής, έλξης και αποστροφής ανάμεσα στην αλήθεια και στις αρνήσεις ή στα τεχνάσματα που επινοούμε για να προσπαθήσουμε να συγκαλύψουμε την αλήθεια. Το ψέμα υποδηλώνει και μια κάποια ένταση στον ίδιο τον ψεύτη. Πραγματικά, η αλήθεια υπάρχει, παρούσα στο αγαπημένο πρόσωπο που λέει ψέματα : το πρόσωπο αυτό την αντιλαμβάνεται αδιάκοπα, δεν την ξεχνά ποτέ, ενώ ξεχνά πολύ γρήγορα ένα αυτοσχέδιο ψέμα. Μόλις βρεθεί απέναντι σ’ αυτόν που ήθελε να πει ψέματα, αισθάνεται αμηχανία, διαλύονται οι σκέψεις του, παραλύουν οι ικανότητές του για φαντασία και συλλογισμούς, βρίσκει στο μυαλό του μόνο το κενό αλλά πρέπει να πει και κάτι και το πρώτο πράγμα που βρίσκει είναι ακριβώς αυτό που θέλει να κρύψει, αυτό που, επειδή ήταν αληθινό, ήταν το μόνο που είχε μείνει εκεί. Απομονώνει τότε ένα μικρό κομμάτι αλήθειας, που μόνο του δεν είναι σημαντικό, κάτι που μπορεί να εξακριβωθεί και προορίζεται να εγγυηθεί το ψέμα στο σύνολό του. Αλλά το μικρό αυτό στοιχείο είναι ακριβώς εκείνο που τον προδίδει , γιατί δεν δένει εύκολα με τα υπόλοιπα, έχει γωνίες που δεν μπορούν να ταιριάξουν παρά μόνο με τις συνεχόμενες λεπτομέρειες του αληθινού γεγονότος. Ή ακόμη αυτό που κρύβεται μέσα του ενεργεί από απόσταση, έλκει τον ψεύτη και τον κάνει να το προσεγγίζει χαράζοντας ασύμπτωτους ελιγμούς, πιστεύει πως μετριάζει τη σημαντικότητα του μυστικού του προσθέτοντας μειωτικά υπονοούμενα π.χ. ο Βαρώνος ντε Σαρλύς, ομοφυλόφιλος, που λέει «εγώ που αναζήτησα πάντα το ωραίο σ’ όλες του τις μορφές», διαψεύδει με λόγια που νομίζει επιδέξια, φήμες που κάποιοι δεν υποψιάζονται πως είχαν κυκλοφορήσει και αφαιρεί από ορισμένους άλλους τις τελευταίες αμφιβολίες για το πρόσωπό του. Ή, τέλος, εφευρίσκουμε χίλιες δυό αληθοφανείς λεπτομέρειες, γιατί είμαστε πεπεισμένοι πως η ίδια η αληθοφάνεια είναι η προσέγγιση της αλήθειας : αλλά ίσα-ίσα η υπερβολική αληθοφάνεια - όπως και ο υπερβολικός αριθμός συλλαβών σ’ ένα μετρικό στίχο - προδίνει το ψέμα μας αποκαλύπτοντας την απάτη.

 

Όχι μόνο αυτό που κρύβεται παραμένει πάντα παρόν στον ψευδόμενο, και ταυτόχρονα δεν μπορεί να εκτιμήσει πόσο παραμένει γενικά άγνωστο, πόσο ένα καθαρό ψέμα θα γινόταν εύκολα πιστευτό - αλλά αφού τα κρυμμένα πράγματα δεν παύουν να αθροίζονται και να σχηματίζουν έτσι κάτι σαν μαύρη χιονοστιβάδα, ο ψεύτης , μη συνειδητοποιώντας την προοδευτική αυτή εξέλιξη, από αίσθηση του μέτρου, διατηρεί πάντα την ίδια απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό που ομολογεί και σ’ εκείνο που αρνείται. Και καθώς αυτό που αρνείται ολοένα αυξάνει, αναγκάζεται να ομολογεί ολοένα και περισσότερο και αυτό ακριβώς τον προδίνει. Το τέλειο ψέμα θα απαιτούσε μια ασύγκριτη μνήμη ώστε να είναι πλήρες, μια ανέφικτη δηλαδή συνθήκη. Έτσι, τα ψέματα αποτελούν μέρος των σημείων και για την ακρίβεια είναι σημεία της αλήθειας αυτής που προσπαθούν να αποκρύψουν : «Δυσανάγνωστα και θεϊκά ίχνη», τα ονομάζει ο Προυστ. Δυσανάγνωστα, αλλά όχι ανεξήγητα ή ανερμήνευτα.

 

Από την πλευρά του ερωτευμένου, τα ψέματα του αγαπημένου προσώπου δεν συναντούν κανένα εμπόδιο ακόμα κι αν έρχονται σε αντίθεση με άλλες μαρτυρίες. Τα λόγια του αγαπημένου προσώπου θα του είχαν φανεί ψεύτικα, μόνο αν είχε αρχικά φοβηθεί πως θα μπορούσαν να είναι ψεύτικα. Μια προγενέστερη υποψία είναι απαραίτητη προϋπόθεση. Είναι άλλωστε και προϋπόθεση αρκετή. Στην περίπτωση αυτή, ότι λέει το αγαπημένο πρόσωπο μας φαίνεται ύποπτο - όταν αναφέρεται ένα όνομα, είναι σίγουρα το όνομα ενός εραστή.

 

Η αγαπημένη γυναίκα κρύβει κάποιο μυστικό, ακόμη κι αν είναι γνωστό σε όλους τους άλλους. Ο εραστής κρύβει το ίδιο το αγαπημένο πρόσωπο : πανίσχυρος δεσμοφύλακας. Πρέπει να είναι κανείς σκληρός, άσπλαχνος, πανούργος μ’ εκείνον που αγαπά, γιατί πρέπει να τον φυλακίσει, λέγοντας ταυτόχρονα όχι λιγότερα ψέματα με το να αποφεύγει να του ομολογήσει τον έρωτά του, ακριβώς για να μπορέσει να παραμείνει καλύτερος αστυνόμος, καλύτερος δεσμοφύλακας. «Την αγαπούσα», λέει ο Προυστ για το κορίτσι με το οποίο ήταν ερωτευμένος, «λυπόμουν που δεν είχα τον καιρό και την έμπνευση να την προσβάλλω, να της κάνω κακό, για να την αναγκάσω να με θυμάται. Την έβρισκα τόσο όμορφη, ώστε θα ‘θελα να μπορούσα να γυρίσω πίσω και να της φωνάξω : «Σας βρίσκω τόσο άσχημη, τόσο γελοία, μου προκαλείτε τόση απέχθεια!»

 

Ωστόσο, το πιο σημαντικό για τη γυναίκα είναι να αποκρύψει την προέλευση των κόσμων που υπάρχουν μέσα της, το σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν οι συνήθειες και οι προτιμήσεις της, που πρόσκαιρα μας τις αφιερώνει. Όλα τα απατηλά σημεία που εκπέμπει η αγαπημένη γυναίκα συγκλίνουν προς τον ίδιο κρυφό κόσμο : τον κόσμο των Γομόρρων, που δεν εξαρτάται από τη μια η την άλλη γυναίκα (αν και μια γυναίκα τον ενσαρκώνει ίσως καλύτερα από μιάν άλλη), αλλά που είναι μια κατ’ εξοχή γυναικεία δυνατότητα, σαν ένα a priori, κάτι σαν προπατορικό αμάρτημα, που η ζήλεια το αποκαλύπτει. Είναι ο κόσμος που μας αποκλείει ερμητικά. Ανακαλύπτοντας τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις της φίλης του, ο Προυστ γράφει : «Είχα μόλις προσγειωθεί σε μια φοβερή terra incognita, ανοιγόταν μπροστά μου μια καινούρια φάση με ανυποψίαστες οδύνες...Ο αντίζηλος δε μου έμοιαζε, τα όπλα του ήταν διαφορετικά, δεν μπορούσα να αναμετρηθώ μαζί του στο ίδιο επίπεδο, να προσφέρω στην Αλμπερτίν τις ίδιες απολαύσεις, ούτε καν να τις διανοηθώ με ακρίβεια». Ερμηνεύουμε όλα τα σημεία της αγαπημένης γυναίκας. Στο τέρμα όμως της οδυνηρής αυτής αποκρυπτογράφησης, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το σήμα των Γομόρρων, τη βαθύτερη έκφραση της πρωταρχικής γυναικείας πραγματικότητας. Η ζήλια δεν είναι πια μόνο η εξήγηση δυνητικών κόσμων περικλεισμένων στο αγαπημένο πρόσωπο (όπου άλλοι, όμοιοί μου, μπορούν να ιδωθούν και να επιλεγούν), αλλά η αποκάλυψη ενός αγνώριστου κόσμου, εκεί όπου ο αγαπημένος σχετίζεται πια μόνο με άλλα πρόσωπα που είναι όμοιά του, πηγές απολαύσεων απροσπέλαστες για μένα.

Η Ζήλεια

 

Η ζήλεια είναι πολύ βαθύτερη από τον έρωτα, εμπεριέχει την αλήθειά του. Προχωράει περισσότερο στη σύλληψη και στην ερμηνεία των σημείων. Η ζήλεια είναι ο προορισμός του έρωτα, ο τελικός του σκοπός.

 

Η αντίφαση στον έρωτα

 

Δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τα σημεία του αγαπημένου προσώπου χωρίς να βρεθούμε ξαφνικά μέσα σε κόσμους που σχηματίστηκαν πριν από μας, με άλλα πρόσωπα και όπου, αρχικά, δεν είμαστε παρά ένα αντικείμενο ανάμεσα σε άλλα. Επιθυμία του εραστή είναι να του αφιερώνει το αγαπημένο πρόσωπο τις προτιμήσεις του, τις κινήσεις και τα χάδια του. Μα οι κινήσεις του αγαπημένου προσώπου, την ίδια στιγμή που μας απευθύνονται και μας αφιερώνονται, εκφράζουν και τον άγνωστο αυτόν κόσμο που μας αποκλείει. Το αγαπημένο πρόσωπο μας δείχνει σημεία προτίμησης. Καθώς όμως τα σημεία αυτά είναι τα ίδια μ’ εκείνα που εκφράζουν κόσμους των οποίων δεν αποτελούμε μέρος, κάθε προτίμηση που απολαμβάνουμε χαράζει την εικόνα ενός εφικτού κόσμου όπου άλλοι ίσως προτιμήθηκαν, προτιμούνται, ή θα προτιμηθούν. Η αντίφαση στον έρωτα είναι ότι τα μέσα στα οποία βασιζόμαστε για να μας προφυλάξουν από τη ζήλεια, είναι ακριβώς εκείνα που την αναπτύσσουν. Χαρακτηριστικό είναι το κείμενο που ακολουθεί : «Όταν άφηνε την Υ, ήταν ευτυχισμένος, αισθανόταν ήσυχος, θυμόταν τα χαμόγελά της, κοροϊδευτικά όταν μιλούσε για τον έναν ή τον άλλο, και τρυφερά για τον ίδιο, θυμόταν το βάρος του κεφαλιού της, που είχε ξεφύγει απ’ τον άξονά του για να γείρει, για να τ’ αφήσει να πέσει, σχεδόν άθελά της, πάνω στα χείλια του, όπως είχε κάνει την πρώτη φορά στ’ αμάξι, θυμόταν τις λιγωμένες ματιές που του είχε ρίξει όσο βρισκόταν στην αγκαλιά του, καθώς ριγώντας ακουμπούσε το κεφάλι της πάνω στον ώμο του.

Αμέσως όμως, η ζήλια του, λες κι ήταν η σκιά της αγάπης του, δεχόταν σα συμπλήρωμά της το ομοίωμα απ’ αυτό το καινούργιο χαμόγελο που του είχε απευθύνει το ίδιο βράδυ - και που αντίστροφα τώρα, κορόϊδευε τον Χ και φορτιζόταν από έρωτα για κάποιον άλλο -, αυτή την κλίση του κεφαλιού, αλλά με το κεφάλι ανεστραμμένο κάτω από άλλα χείλια και, δοσμένες σ’ έναν άλλον όλες εκείνες τις ενδείξεις τρυφερότητας που είχε ως τώρα για τον ίδιο. Κι όλες οι ηδονικές αναμνήσεις που έπαιρνε μαζί του φεύγοντας απ’ το σπίτι της, ήταν σαν ισάριθμα σκίτσα, «προσχέδια» σαν αυτά που σας παρουσιάζει ένας διακοσμητής, και που επέτρεπαν στον Χ να ‘χει μιάν ιδέα απ’ τις φλογερές ή λιγωμένες στάσεις της απέναντι σ’ άλλους. Κι έτσι κατέληγε να μετανοιώνει για κάθε ευχαρίστηση πού ‘νιωθε κοντά της, κάθε καινούργιο χάδι που δοκίμαζε και που είχε την απερισκεψία να της επισημάνει πόσο γλυκό ήταν, κάθε γοητεία της που ανακάλυπτε, γιατί ήξερε πως λίγο αργότερα θα πρόσθεταν καινούρια βασανιστήρια στο μαρτύριό του».

 

Ο έρωτας ως αρρώστια

 

«Η γενική αρρώστια που λέγεται έρωτας ανάγκαζε τον Χ - όπως συμβαίνει σ’ όλους τους άνδρες - να πιστεύει συχνά πως τον αγαπούσε. Πρακτικά όμως ένιωθε πως η αγάπη της διόλου δεν την εμπόδιζε να μένει κοντά του για τα πλούτη του και πως τη μέρα που πια τίποτα δεν θα περίμενε απ’ αυτόν, θα φρόντιζε, παρόλο που τον αγαπούσε, να τον εγκαταλείψει». Όταν αγαπούμε, η αγάπη είναι υπερβολικά μεγάλη για να μπορέσει να χωρέσει ολόκληρη μέσα μας : ακτινοβολεί προς την αγαπημένη ύπαρξη, συναντά σ’ αυτή μια επιφάνεια που τη σταματά, την υποχρεώνει να επιστρέψει στο σημείο εκκίνησής της, και είναι αυτό το αντίστροφο χτύπημα της συμπάθειας που ονομάζουμε συναισθήματα του άλλου και που μας γοητεύει έτσι περισσότερο παρά στον πηγαιμό της, γιατί δεν αναγνωρίζουμε ότι έρχεται από μας τους ίδιους.

 

Η αγάπη, όταν γίνεται κάτι σαν αρρώστια, απλώνεται πολύ πέρα απ’ την περιοχή του σωματικού πόθου - μπορεί η γυναίκα να ασχημύνει σε σχέση με την εικόνα της στο παρελθόν, αλλά αυτό για τον ερωτευμένο δεν παίζει κανένα ρόλο. Όταν η αρρώστια που είναι η αγάπη πολλαπλασιάζεται, δένεται με όλες τις συνήθειες του ερωτευμένου, όλες του τις πράξεις, τη σκέψη του, την υγεία του, τη ζωή του κι ακόμα μ’ ότι θα επιθυμούσε μετά το θάνατό του, γίνεται τόσο πολύ ένα πράγμα με τον ίδιο, που δε θα μπορούσαν να του αφαιρέσουν αυτή την αρρώστια, χωρίς να καταστρέψουν τον ίδιο ολόκληρο : ο έρωτάς του δεν είναι πια χειρουργήσιμος.

 

Πολλές γυναίκες για τις οποίες οι άντρες ζουν, υποφέρουν, σκοτώνονται, αποτελώντας γι αυτούς ένα αντικείμενο απέραντης οδύνης που έχει την αξία της ίδιας της ύπαρξης, μπορεί να είναι για τον εαυτό τους ή για άλλους, ασήμαντες. Οι οδύνες της αγάπης δημιουργούνται από την τεράστια δύναμη της ανθρώπινης φαντασίας, από μια τεράστια ψευδαίσθηση. «Υπάρχουν όντα, για τα οποία ότι έχει σταθερή αξία, που τη διαπιστώνουν οι άλλοι, περιουσία, επιτυχία, υψηλές θέσεις, δε λογαριάζονται. Αυτό που τους χρειάζεται, είναι φαντάσματα. Γι αυτά θυσιάζουν όλα τ’ άλλα, διαθέτουν όλες τους τις προσπάθειες, χρησιμοποιούν τα πάντα για να συναντήσουν ένα ορισμένο φάντασμα». Μια κοινή γυναίκα, για παράδειγμα, που μπορεί να την έχει ο καθένας για ένα ευτελές ποσό, μπορεί να δέχεται εκατομμύρια από αυτόν που είναι ερωτευμένος μαζί της, αν, αγνοώντας την αλήθεια, φαντάζεται στο πρόσωπό της ένα πλάσμα γεμάτο μυστήριο, που προκαλεί την περιέργεια να το γνωρίσεις, που δύσκολα το πιάνεις, δύσκολα το κρατάς. Αν η γυναίκα έχει να κάνει, ακόμα και δίχως να το καταλαβαίνει, μ’ έναν αισθηματία, αλλά πολύ περισσότερο όταν το καταλαβαίνει, τότε αρχίζει ένα τρομερό παιχνίδι. Μη μπορώντας να στερηθεί αυτή τη γυναίκα, την κυνηγά, εκείνη του ξεφεύγει, κι έτσι ένα ανέλπιστο πια χαμόγελο, ακόμα και μια υπόσχεση παρουσίας, πληρώνεται χίλιες φορές παραπάνω απ’ ότι θα ‘πρεπε να πληρωθούν οι ιδιαίτερες εύνοιες. Συμβαίνει μάλιστα συχνά σ’ αυτή την περίπτωση, όταν είχε κανείς - συνδυάζοντας την απλοϊκότητα στην κρίση και τη δειλία μπροστά στην οδύνη - την τρέλα να μετατρέψει μια κοπέλα σ’ ένα απρόσιτο είδωλο, τις ιδιαίτερες αυτές εύνοιες ή ακόμα και το πρώτο φιλί να μην το εξασφαλίσει ποτέ. Και είναι τότε μεγάλη οδύνη να εγκαταλείπεις τη ζωή δίχως να ‘χεις γνωρίσει το φιλί της γυναίκας της πιο αγαπημένης, γράφει ο Προυστ.

 

Η αγαπημένη ύπαρξη είναι διαδοχικά το κακό και το φάρμακο που αναστέλλει και επιδεινώνει το κακό (τα δύο πρόσωπα ή ομάδες προσώπων). Η γυναίκα καθίσταται, σε ακραία περίπτωση, ένα είδος ναρκωτικού. Η περιγραφή των κοινών συμπτωμάτων από τον Προυστ είναι αριστοτεχνική : «Στην περίπτωση αυτή η γυναίκα βρίσκεται στη θέση που βρίσκονται - αυτά όμως χωρίς να το συνειδητοποιούν όπως εκείνη - εκείνα τα πανούργα μέσα στην άγνοιά τους φάρμακα, όπως είναι τα υπνωτικά, η μορφίνη. Δεν είναι σ’ εκείνους στους οποίους χαρίζουν την ευχαρίστηση του ύπνου ή μιας αυθεντικής ευεξίας που τα φάρμακα αυτά είναι απολύτως απαραίτητα. Δεν είναι από ανθρώπους σαν αυτούς που θα αγορασθούν με οποιαδήποτε τιμή, αντάλλαγμα για όλα τα υπάρχοντα του άρρωστου. Αλλά από εκείνη την άλλη τάξη άρρωστων ανθρώπων (που μπορεί ίσως να είναι τα ίδια άτομα διαφοροποιημένα όμως με το πέρασμα του χρόνου), εκείνους που το φάρμακο δεν τους στέλνει για ύπνο, στους οποίους δεν προκαλεί κανένα ρίγος ευχαρίστησης, οι οποίοι όμως, όσο το στερούνται, γίνονται λεία μιας αγωνίας στην οποία με οποιοδήποτε τίμημα πασχίζουν απεγνωσμένα να βάλουν τέλος, ακόμη κι αν το τίμημα θα είναι ο δικός τους θάνατος».

 

Από το βάθος της αρρωστημένης του κατάστασης, σε στιγμές διαύγειας, ο ερωτευμένος, σκέφτεται ότι όταν γιατρευτεί, οι πράξεις της αγαπημένης γυναίκας θα του γίνουν αδιάφορες, τα φιλιά που θα μπορούσε να δώσει, ξαναγίνονται ακίνδυνα, όπως τα φιλιά από τόσες άλλες γυναίκες (θα έπαυε τότε να είναι ένα πλάσμα πάντα απόν, που το αναζητεί, φανταστικό και θα χανόταν το μυστήριο και η ταραχή που του προκαλούσε αυτή η απουσία). Το φοβάται αυτό (την ίαση) όσο και το θάνατο, αφού θα σήμαινε το θάνατο αυτού που είναι τώρα. Είναι αλήθεια ότι το θάνατο αυτό τον ακολουθεί πάντα η ανάσταση, αλλά σ΄ ένα εγώ διαφορετικό και τελείως αποκομμένο απ’ όλα τα κομμάτια του παλιού εγώ. «Την μακρόχρονη αυτή και σκληρή αυτοκτονία του εγώ μου που μέσα μου αγαπούσε την Ζιλμπέρτ, αυτήν επεδίωκα πεισματικά, αδιάκοπα, με νηφαλιότητα».

 

Νομοτελειακή χρονική εξέλιξη του έρωτα, αλλοίωση και αφανισμός

 

Τα σημεία του έρωτα και της ζήλιας προλαβαίνουν, ενέχουν κατά κάποιο τρόπο την αλλοίωση και τον αφανισμό τους. Η αιτία είναι απλούστατη : ο έρωτας δεν παύει ποτέ να προετοιμάζει την ίδια του την εξαφάνιση, δεν παύει ποτέ να μιμείται τη διακοπή του. «Ο έρωτας μοιάζει με το θάνατο, όταν φανταζόμαστε πως θα είμαστε ακόμη αρκετά ζωντανοί για να δούμε τι εντύπωση θα προξενήσει ο θάνατός μας σ’ εκείνους που θα μας χάσουν. Έτσι φανταζόμαστε πως θα είμαστε ακόμη αρκετά ερωτευμένοι για να απολαύσουμε τη θλίψη εκείνου που θα έχουμε κιόλας παύσει να αγαπούμε». Όχι μόνο επαναλαμβάνουμε τους περασμένους μας έρωτες, αλλά και ο τωρινός μας έρωτας, παρ’ όλη τη ζωηρότητά του, «επαναλαμβάνει» τη στιγμή της διάστασης ή προεξοφλεί το ίδιο του το τέλος - αυτό ακριβώς το νόημα έχει αυτό που αποκαλείται «σκηνή ζηλοτυπίας» που αποτελεί μια δοκιμή έκβασης, μια επανάληψη στραμμένη στο αύριο. «Υπέφερε από πριν - δίχως να ξεχάσει ούτε μία - όλες τις οδύνες μιας διάστασης που σε άλλες στιγμές θεωρούσε μπορετό να αποφύγει», γράφει ο Προυστ για έναν από τους ήρωές του. Ένα είδος δείκτη αντιστοιχεί στον κάθε έρωτα : μετρά την αρχή του, την πορεία του, το τέλος του. Η λησμονιά δεν αναπτύσσεται παρά στο μέτρο που ο ερωτευμένος ξανακατεβαίνει τις βαθμίδες που σημάδεψαν την αρχή του έρωτά του. «Ένιωθα τώρα πως πριν τη λησμονήσω ολότελα, πριν φτάσω στην αρχική αδιαφορία, θα έπρεπε, σαν τον ταξιδιώτη που ξαναγυρίζει απ’ τον ίδιο δρόμο στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησε - να διασχίσω αντίστροφα όλα τα συναισθήματα από τα οποία είχα περάσει προτού καταλήξω στο μεγάλο μου έρωτα».

 

Η ενοχή του αγαπημένου όντος

 

Ο έρωτας προϋποθέτει την ενοχή του αγαπημένου όντος, μ’ όλο που ολόκληρος ο έρωτας αποτελεί μια συζήτηση πάνω στις αποδείξεις, μ’ όλο που αποτελεί την κρίση αθωότητας ενός όντος που ξέρουμε μολαταύτα πως είναι ένοχο. Ο έρωτας είναι λοιπόν μια εκδήλωση φανταστικής αθωότητας, τοποθετημένη ανάμεσα σε δυό βεβαιότητες ενοχής : αυτή που ρυθμίζει a priori τον έρωτα και τον καθιστά εφικτό, κι εκείνη που τερματίζει τον έρωτα και σημειώνει το πειραματικό του τέλος. Έτσι ο αφηγητής αγαπά την Αλμπερτίν μόνο επειδή έχει συλλάβει το a priori ενοχής, που θα το ξετυλίξει στη διάρκεια της εμπειρίας του μέσα από την πεποίθησή του πως είναι μολαταύτα αθώα (η πεποίθηση αυτή του είναι απαραίτητη, γιατί δρα ως αποκαλυπτικός συντελεστής) : «Περισσότερο άλλωστε και από τα σφάλματά τους όσο τις αγαπούμε, υπάρχουν και τα σφάλματά τους πριν τις γνωρίσουμε, και πρώτα απ’ όλα : η φύση τους. Αυτό που καθιστά τέτοιους έρωτες οδυνηρούς, είναι ότι προϋπάρχει ένα είδος προπατορικού αμαρτήματος της γυναίκας, ένα αμάρτημα που μας κάνει να τις αγαπάμε...». «Πραγματικά, παρά τις αντιρρήσεις του λογικού μου, το γεγονός πως τη διάλεξα, πως την αγάπησα, μήπως δε σήμαινε πως γνώριζα την Αλμπερτίν σε όλη της τη φρικαλεότητα;...Να νιώθουμε έλξη για ένα τέτοιο πλάσμα, να αρχίσουμε να το αγαπάμε, όσο κι αν προσποιούμαστε πως είναι αθώο, είναι σα να διαβάζουμε κιόλας, σε κάποια διαφορετική εκδοχή, όλες τις προδοσίες του, όλα του τα σφάλματα». Και ο έρωτας σβήνει όταν η a priori βεβαιότητα της ενοχής έχει φτάσει στο τέλος της διαδρομής της, όταν έχει γίνει εμπειρική, καταργώντας την εμπειρική συνείδηση πως η Αλμπερτίν ήταν παρ’ όλα αυτά αθώα : κάποια ιδέα «διαμορφώνοντας λίγο-λίγο το βάθος της συνείδησης, αντικαθιστούσε τώρα την ιδέα πως η Αλμπερτίν ήταν αθώα : η ιδέα πως ήταν ένοχη» - και έτσι η βεβαιότητα για τα σφάλματα της Αλμπερτίν γίνεται έκδηλη για τον αφηγητή μόνο την ώρα που εκείνος δεν ενδιαφέρεται πια γι’ αυτά, την ώρα δηλαδή που έχει παύσει να αγαπά, νικημένος από την κούραση και τη συνήθεια.

 

Ενσάρκωση θεμάτων

 

Η νόηση που έρχεται εκ των υστέρων, εξαναγκασμένη από τη βία των σημείων, καταλαβαίνει πως και τα πιο οδυνηρά σημεία του έρωτα παραπέμπουν σε επαναλήψεις. Τότε μαθαίνουμε ότι οι άνθρωποι που έγιναν αιτία οδύνης για μας, επιπόλαιοι ή σκληροί, δεν είναι πια παρά η ενσάρκωση θεμάτων που τους ξεπερνούν, ή τμήματα μιας θεότητας που δεν έχει πια καμιά δύναμη πάνω μας. Η κατανόηση των ερωτικών μας επαναλήψεων μετατρέπει σε χαρά καθένα από τα σημεία αυτά που, απομονωμένα, μας προξενούσαν τόση οδύνη. «Γιατί στο πρόσωπο που αγαπήσαμε πιο πολύ, δεν είμαστε τόσο πιστοί όσο στον ίδιο τον εαυτό μας, και αργά η γρήγορα το ξεχνάμε, για να μπορέσουμε - αφού πρόκειται για ένα από τα χαρακτηριστικά μας - να ξαναρχίσουμε να αγαπάμε». Τα όντα που αγαπήσαμε μας έκαναν να υποφέρουμε, το ένα ύστερα από το άλλο : όμως η σπασμένη αλυσίδα που τώρα σχηματίζουν, είναι ένα χαρούμενο θέαμα για τη νόησή μας. Ο συλλογικός έρωτας για μια ομάδα κοριτσιών, η αργή ατομικοποίηση της Αλμπερτίν, κάποια τυχαία εκλογή - αυτά είναι που διδάσκουν στον αφηγητή ότι οι λόγοι που σε κάνουν να αγαπάς δε βρίσκονται ποτέ σ’ εκείνον που αγαπάς αλλά ανάγονται σε φαντάσματα, σε Τρίτους, σε Θέματα που ενσαρκώνονται στο αγαπημένο πρόσωπο σύμφωνα με περίπλοκους νόμους. Σε πάρα πολλούς άνδρες το άγχος που αργότερα θα το κυριαρχήσει και θα το εξειδικεύσει ο έρωτας εμφανίζεται στη σχέση με τη μητέρα (στην αγάπη για τη μητέρα, στη θλίψη και το άγχος όταν τη στερείται) - και πιθανώς αντίστοιχα σε πολλές γυναίκες στη σχέση με τον πατέρα. Πρόκειται για την εικόνα της μητέρας ή του πατέρα αρχικά, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο όμως πρόκειται για μια απόμακρη εικόνα, πέρα από την εμπειρία μας, για ένα Θέμα που μας ξεπερνά, για ένα είδος αρχέτυπου. Εικόνα, ιδέα ή ουσία με αρκετό πλούτο ώστε να μπορεί να διαφοροποιείται στα όντα που αγαπάμε, ακόμα και σ’ ένα και μόνο αγαπημένο πρόσωπο : αλλά και εικόνα, ιδέα ή ουσία που επαναλαμβάνεται στους διαδοχικούς μας έρωτες και στον κάθε μεμονωμένο έρωτά μας. Υπάρχουν τόσες πολλές Αλμπερτίν, ώστε θα έπρεπε να δίναμε στην καθεμιά ένα διαφορετικό όνομα κι ωστόσο πρόκειται για το ίδιο Θέμα, κάτω από διαφορετικές όψεις. Ο κάθε έρωτας προσθέτει μία διαφορά, αλλά η διαφορά αυτή ενυπήρχε κιόλας στον προηγούμενο και όλες οι διαφορές εμπεριέχονται σε μια αρχέγονη εικόνα που την αναπαράγουμε αδιάκοπα σε διαφορετικά επίπεδα και την επαναλαμβάνουμε ως νοητό νόμο που διέπει όλους τους έρωτές μας. Κατά μία έννοια λοιπόν παραμένουμε πιστοί ακόμη και στην απιστία. Αλλά , και ανάμεσα σε δύο στοιχεία της ίδιας σειράς, εμφανίζονται σχέσεις αντιφατικές που περιπλέκουν την επανάληψη : «Αχ! Πόσο ο έρωτάς μου για την Αλμπερτίν, που πίστευα ότι μπορούσα να προβλέψω τη μοίρα του με βάση τον έρωτά μου για τη Ζιλμπέρτ, πόσο είχε εξελιχθεί σ’ απόλυτη αντίθεση μ’ εκείνον». Γιατί όμως έχουμε την τάση να επαναλαμβάνουμε την εικόνα αυτή ακόμα περισσότερο, και ακόμη καλύτερα; Γιατί στην πραγματικότητα μας διαφεύγει και παραμένει ασυνείδητη. Η εμπειρία μας είναι ολότελα ανώφελη γιατί δεν παραδεχόμαστε πως επαναλαμβάνουμε, και πιστεύουμε πάντα σε κάτι καινούριο. Παρ’ όλα αυτά, η σειρά μέσα από τις μικροδιαφορές και τις αντιθετικές σχέσεις, συγκλίνει προς το νόμο της, καθώς ο ίδιος ο ερωτευμένος πλησιάζει όλο και περισσότερο στην κατανόηση του πρωταρχικού θέματος. Κατανόηση που θα την αποκτήσει στην πληρότητά της μονάχα όταν θα έχει παύσει να αγαπά, όταν δε θα έχει πια ούτε την επιθυμία, ούτε τον καιρό, ούτε την ηλικία να είναι ερωτευμένος. Κάθε οδύνη, είναι ξεχωριστή, στο μέτρο που τη νιώθουμε, στο μέτρο που την προκαλεί ένα συγκεκριμένο ον σ’ ένα συγκεκριμένο έρωτα. Επειδή όμως οι οδύνες αυτές αναπαράγονται και αλληλοεξαρτώνται, η νόηση βγάζει απ’ αυτές κάτι γενικό που θα μπορούσε να ταυτιστεί και με τη χαρά. Αυτό που επαναλαμβάνουμε, είναι μια ιδιαίτερη κάθε φορά οδύνη : αλλά η επανάληψη αυτή καθαυτή είναι πάντα κάτι το χαρούμενο, ένα σημείο ευτυχίας, το γεγονός της επανάληψης δημιουργεί μια γενική ευδαιμονία. Τα γεγονότα είναι πάντα θλιβερά και ειδικά : αλλά η εντύπωση που προκαλείται είναι γενική και χαρούμενη. Γιατί η ερωτική επανάληψη μας οδηγεί στη συνειδητοποίηση του νόμου της προοδευτικής εξέλιξης που μεταστοιχειώνει τις οδύνες μας σε χαρά. Καταλαβαίνουμε τώρα πως οι οδύνες μας δεν ήταν εξαρτημένες από το αντικείμενο. Ήταν «αστεϊσμοί» ή «φάρσες» που εμείς οι ίδιοι κάναμε σε βάρος του εαυτού μας, παιχνίδια, τεχνάσματα ή γητέματα της Ιδέας. Υπάρχει κάτι τραγικό σ’ αυτό που επαναλαμβάνεται, αλλά και κάτι κωμικό στην επανάληψη και, βαθύτερα, υπάρχει η χαρά της κατανόησης του νόμου. Από την ιδιαίτερη θλίψη μας, αποσπούμε μια γενική Ιδέα, κι αυτό, γιατί η Ιδέα ήταν εκεί , υπήρχε απ’ την αρχή (αναγκαστικά ασυνείδητη, όμως), όπως ακριβώς ο νόμος της σειράς των διαδοχικών ερώτων βρίσκεται ήδη στα πρώτα της στάδια. Το χιουμοριστικό στην Ιδέα είναι πως εμφανίζεται μέσα στη θλίψη, πως η ίδια αναφαίνεται ως θλίψη. Έτσι το τέλος βρίσκεται ήδη στην αρχή : «Οι ιδέες είναι υποκατάστατα των θλίψεων...Υποκατάστατα μόνο στην τάξη του χρόνου, άλλωστε, γιατί φαίνεται, πως το πρωταρχικό στοιχείο είναι η ιδέα, και η θλίψη είναι μόνο ο τρόπος με τον οποίο ορισμένες ιδέες πρωτομπαίνουν μέσα μας». Τα αγαπημένα πρόσωπα δεν ήταν αίτια που δρούσαν με τρόπο αυτόνομο, αλλά ζωντανές εικόνες ενός εσωτερικού θεάματος. «Κάθε πλάσμα που μας κάνει να υποφέρουμε μπορούμε να το συνδέσουμε με μία θεότητα, που, το πλάσμα αυτό δεν είναι παρά μια τμηματική της αντανάκλαση και η τελευταία της βαθμίδα, θεότητα που όταν την ατενίσουμε ως ιδέα, μας προσφέρει αμέσως τη χαρά στη θέση της λύπης που νιώθαμε. Όλη η τέχνη του ζην, είναι να χρησιμοποιούμε τα πρόσωπα που μας κάνουν να υποφέρουμε μόνο ως βαθμίδες που μας επιτρέπουν να φτάσουμε ως τη θεϊκή της μορφή και να γεμίσουμε έτσι καθημερινά τη ζωή μας με θεότητες».

 

Η ενσάρκωση του Θέματος ή της Ιδέας αυτής (της ουσίας) , που διέπει ως νόμος τη σειρά των ερώτων μας, εξαρτάται πάρα πολύ από εξωτερικούς όρους και υποκειμενικά ενδεχόμενα. Και πως είναι δυνατό να μη νιώσει κανείς θλίψη για τα θέματα που θυσιάστηκαν (έρωτες ανεκπλήρωτοι, που ξέρουμε όμως πολύ καλά πως θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν, αν τα πράγματα εξελίσσονταν διαφορετικά) και που θα επέτρεπαν σε άλλες σειρές να δημιουργηθούν, κάτω από άλλες περιστάσεις, συνθήκες, παράγοντες και άλλους όρους; Βρισκόμαστε πάντα σε απόσταση από τ’ αγαπημένα πλάσματα : νιώθουμε πως ο έρωτας αυτός δεν έχει τ’ όνομά τους, πως θα μπορούσε μελλοντικά να ξαναγεννηθεί, πως θα μπορούσε μάλιστα να είχε γεννηθεί στο παρελθόν για μια άλλη και όχι γι’ αυτήν.

Γιατί μοιραία η Αλμπερτίν να ενσαρκώνει την ουσία, αφού οποιαδήποτε άλλη, μέσα από την ομοιογενή ομάδα των κοριτσιών, θα μπορούσε να την ενσαρκώσει; Ή ακόμα και μια άλλη ουσία ενσαρκωμένη σε μια άλλη κοπέλα, που θα μπορούσε να γοητεύσει τον ήρωα, ή τουλάχιστον να δώσει άλλη κατεύθυνση στη σειρά των ερώτων του; «Τώρα ακόμη βλέποντας τη μία ένιωθα μια ευχαρίστηση στην οποία υπήρχε - σε ποσοστό που δε θα μπορούσα να προσδιορίσω - και η ευχαρίστηση πως θα έβλεπα τις άλλες να την ακολουθούν ή να έρχονται να τη συναντήσουν λίγο αργότερα, και, ακόμη κι αν δεν ερχόντουσαν εκείνη τη μέρα, πως θα μιλούσα γι’ αυτές και πως θα ήξερα ότι θα μάθαιναν πως είχα βγει στην παραλία». Υπάρχει, στην ομάδα των κοριτσιών, ένα κράμα, ένα μίγμα από ουσίες, αναμφίβολα συγγενικές, που σε σχέση μ’ αυτές ο ήρωας είναι εξίσου διαθέσιμος: «Η κάθε μια τους είχε για μένα, όπως και την πρώτη μέρα, κάτι από την ουσία των άλλων». Η Αλμπερτίν μπαίνει λοιπόν στην ερωτική σειρά, αποσπώμενη από μια ομάδα. Ένας άσχημα ρυθμισμένος φωτισμός στέκεται πάνω σ’ άλλες κοπέλες πριν ξαναγυρίσει επίμονα πάνω της. O έρωτας (αν και μπορεί κανείς να μιλήσει καταχρηστικά για τον συλλογικό χαρακτήρα του έρωτα όταν ακόμα είναι αδιαίρετος) με την έννοια της ένταξης στην ερωτική σειρά, αρχίζει με τη διαίρεση, την απομόνωση, την ατομικοποίηση και την επιλογή της συγκεκριμένης κοπέλας μέσα από την ομάδα, η οποία δε γίνεται χωρίς το τυχαίο και την αβεβαιότητα. Και, αντίστροφα, ο έρωτας τελειώνει οριστικά με την επιστροφή της αγαπημένης στην ομάδα.

Δεν υπάρχει μόνο η σειρά των διαδοχικών ερώτων αλλά και κάθε έρωτας αποκτά ο ίδιος κάποια μορφή σειράς. Τις μικρές διαφορές και τις αντιθετικές σχέσεις που παρουσιάζονται ανάμεσα στον έναν έρωτα και στον άλλον, τις συναντάμε και στον ίδιον έρωτα, αφού το αγαπημένο πρόσωπο έχει πολλαπλές ψυχές και πολλά πρόσωπα, συνεχώς συντελείται μια κονιορτοποίηση, ένα κομμάτιασμα του αγαπημένου προσώπου, στο οποίο αντιστοιχεί ένας πολλαπλασιασμός του εγώ του ερμηνευτή. «Ενώ θυμόμασταν μια ματιά ζωντανή, ένα ύφος τολμηρό...στην επόμενη συνάντηση θα μας ξαφνιάσει μια κατατομή σχεδόν άτονη, μια κάποια ονειρική γλύκα που παραβλέψαμε στην προηγούμενη ανάμνηση». Μια είδηση, την αναχώρηση του αγαπημένου προσώπου, πρέπει να τη μάθουν όλα αυτά τα ξεχωριστά εγώ, το καθένα στο βάθος της λάρνακάς του. Από τη «στρατιά» όλων των εγώ του αφηγητή που αγαπούν την Αλμπερτίν, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, αποσπώνται οι υποομάδες της «εμπιστοσύνης» και της «ζηλότυπης υποψίας» που συγκαλύπτουν κινήσεις ενός τρίτου επιπέδου, τις διαταραχές ιδιαίτερων στοιχείων του καθενός από τα εγώ που αποτελούν τη στρατιά, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

 

Η ίδια η αγάπη μας, η ζήλια μας, δεν είναι το ίδιο συνεχές και αδιαίρετο πάθος. Αποτελείται από άπειρο αριθμό διαδοχικές αγάπες, από διαφορετικές ζήλιες που είναι εφήμερες αλλά που με το αδιάσπαστο πλήθος τους δίνουν την εντύπωση της συνέχειας, την αυταπάτη της ενότητας.

 

Υπάρχει και μια τρίτη σειρά, η σειρά των ερώτων μας ξεπερνά την εμπειρία μας, συνδέεται με άλλες εμπειρίες, ξανοίγεται σε μια δι-υποκειμενική πραγματικότητα. Είναι αλήθεια ότι οι έρωτές μας επαναλαμβάνουν τα αισθήματά μας για τη μητέρα, αλλά τα αισθήματα αυτά επαναλαμβάνουν ήδη άλλους έρωτες, που δεν τους ζήσαμε εμείς οι ίδιοι. Η μητέρα εμφανίζεται μάλλον σαν πέρασμα από μια εμπειρία σε μια άλλη, σαν ο τρόπος με τον οποίο αρχίζει η εμπειρία μας, αλλά συνδέεται ήδη με άλλες εμπειρίες που έχουν βιωθεί από άλλους. Στο ακρότατο όριο, η ερωτική εμπειρία είναι η εμπειρία ολόκληρης της ανθρωπότητας που τη διασχίζει η ροή μιας υπερβατικής κληρονομικότητας.

 

Η Προυστική Τριάδα (Εγκλεισμός - Ηδονοβλεψία - Βεβήλωση)

 

Η λογική της ζήλιας βρίσκεται στον εγκλεισμό, στον εντοιχισμό του αγαπημένου προσώπου - έχουμε εδώ μια αλληλουχία, τους σκοτεινούς δεσμώτες, ένα νόμο που τον αντιλαμβανόμαστε ήδη από τη σχέση με τη μητέρα, αλλά δεν έχουμε τη δύναμη να τον εφαρμόσουμε, πράγμα που συχνά γίνεται με κάποιον μελλοντικό έρωτα. Ο εγκλεισμός είναι πρώτα απ’ όλα να αφαιρείς από το αγαπημένο πρόσωπο όλους τους δυνητικούς κόσμους που εμπεριέχει, να αποκρυπτογραφείς τους κόσμους αυτούς - αλλά είναι και να τους ανάγεις στο σημείο όπου περιτυλίγονται, στην αναδίπλωση που σημαδεύει ότι ανήκουν στο αγαπημένο πρόσωπο. Είναι, ακόμη, να κόβεις την ομοφυλοφιλική σειρά που σχηματίζει τον άγνωστο κόσμο του αγαπημένου - είναι επίσης να ανακαλύπτεις την ομοφυλοφιλία ως προπατορικό αμάρτημα του αγαπημένου, που τον τιμωρείς γι’ αυτό φυλακίζοντάς τον. Τέλος, εγκλεισμός, είναι να εμποδίζεις τα εφαπτόμενα μέρη, τα φύλα και τα επιμέρους αντικείμενα να επικοινωνούν στην εγκάρσια διάσταση όπου παρεμβάλλεται το έντομο (το τρίτο αντικείμενο), είναι να κλείνεις το καθένα στον εαυτό του, κόβοντας τις καταραμένες ανταλλαγές ανάμεσά τους - αλλά ταυτόχρονα είναι και να τοποθετείς το ένα πλάϊ στο άλλο και να τα αφήνεις να ανακαλύψουν ένα σύστημά επικοινωνίας που πάντα ξαφνιάζει την προσμονή μας, που δημιουργεί απίθανα τυχαία περιστατικά και αποτρέπει τις υποψίες μας (το μυστικό των σημείων).

 

Υπάρχει μια καταπληκτική σχέση ανάμεσα στον εγκλεισμό που πηγάζει από τη ζήλια, την ηδονή της όρασης και την πράξη της βεβήλωσης. Γιατί να φυλακίζεις είναι ακριβώς να παίρνεις τη θέση αυτού που βλέπει χωρίς να τον βλέπουν, χωρίς να ριψοκινδυνεύει δηλαδή να παρασυρθεί από την άποψη του άλλου που μας έδιωχνε από τον κόσμο του αλλά και μας έκλεινε σ’ αυτόν. Να βλέπεις είναι ακριβώς να συμπτύσσεις τον άλλο στα εφαπτόμενα και μη-συγκοινωνούντα μέρη του και να προσδοκάς τον τρόπο εγκάρσιας επικοινωνίας που τα στεγανά αυτά μέρη θα εγκαθιδρύσουν. Γι’ αυτό και το να βλέπεις υπερβαίνεται από τον πειρασμό να κάνεις τον άλλο να βλέπει, να αναγκάζεις τον άλλο να βλέπει, έστω και συμβολικά. Να αναγκάζεις τον άλλο να βλέπει, θα είναι να του επιβάλλεις την άμεση γειτνίαση ενός θεάματος παράδοξου, απαίσιου, φρικαλέου. Θα είναι όχι μόνο να του επιβάλλεις τη θέα στεγανών και εφαπτόμενων δοχείων, επιμέρους αντικειμένων που ανάμεσά τους σκιαγραφείται κάποιο παρά φύση ζευγάρωμα, μια εγκάρσια επικοινωνία, αλλά και να τον χειρίζεσαι σα να ήταν ο ίδιος ένα από τα αντικείμενα αυτά.

 

Από αυτό προκύπτει το αγαπημένο στον Προυστ θέμα της βεβήλωσης. Τελετουργική βεβήλωση της δεσποινίδας Βιντέϊγ με την φίλη της, τοποθετώντας το πορτραίτο του νεκρού πατέρα της δίπλα στις ερωτικές τους περιπτύξεις. Βάζοντας τη φίλη της να τη φιλήσει στο μέτωπο κλέβει απ’ το νεκρό ακόμα και την πατρότητά του ώστε να τον περιορίσει σε κατάσταση αντικειμένου. Ο αφηγητής τοποθετεί οικογενειακά έπιπλα σ’ ένα πορνείο. Αναγκάζοντας την Αλμπερτίν να τον φιλήσει δίπλα στο δωμάτιο της μητέρας του, περιορίζει τη μητέρα σε κατάσταση επιμέρους αντικειμένου γειτονικού με το σώμα της Αλμπερτίν. Ή, στα όνειρά του, τοποθετεί τους γονείς του σε κλουβιά, σαν πληγωμένα ποντίκια, και τους εκθέτει στις εγκάρσιες κινήσεις που τους διασχίζουν και τους συνταράζουν. Παντού να βεβηλώνεις είναι να αναγκάζεις τη μητέρα (ή τον πατέρα) να λειτουργεί ως επιμέρους αντικείμενο, δηλαδή να την περιφράξεις, να την αναγκάσεις να παρακολουθεί ένα γειτονικό θέαμα, και μάλιστα να την αναγκάζεις να παίρνει η ίδια μέρος στο θέαμα αυτό, - θέαμα που της είναι πια αδύνατο να διακόψει και απ’ όπου της είναι αδύνατο να ξεφύγει -, να την αναγκάζεις να παραβρίσκεται στο θέαμα. «Να είσαι σκληρός και πανούργος μ’ αυτόν που αγαπάς», αφού πρόκειται να τον φυλακίσεις, να τον κοιτάζεις όταν εκείνος δεν μπορεί πια να σε δει, κι ύστερα να τον αναγκάζεις να παρακολουθεί τις περιφραγμένες σκηνές, όπου αυτός ο ίδιος αποτελεί το αισχρό θέαμα, ή είναι απλά και μόνο ο αηδιασμένος θεατής του.

 

Να εγκλείεις, να κοιτάζεις, να βεβηλώνεις, αυτά συνοψίζουν όλο το νόμο του έρωτα.

 

 

Η τελική θεωρία - τα τρία επίπεδα

 

Σ’ ένα πρώτο επίπεδο , υπάρχει το σύνολο των αμφισεξουαλικών ερώτων, που είναι λιγότερο έντονοι από τους ομοφυλοφιλικούς (το πρότυπο των εραστών είναι ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος [Ρολάν Μπαρτ]). Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, το σύνολο αυτό διαιρείται σε δύο σειρές ή κατευθύνσεις : των Γομόρρων, που συγκαλύπτει το μυστικό, που κάθε φορά αποκαλύπτεται, της αγαπημένης γυναίκας, και των Σοδόμων, που εμπεριέχει το ακόμη πιο κρυφό μυστικό του εραστή, συνειδητό ή μη-συνειδητό και στις δύο περιπτώσεις. Η δεσποινίδα Βιντέϊγ (λεσβία) εξηγεί όλες τις αγαπημένες γυναίκες, ο Σαρλύς (ομοφυλόφιλος) εξηγεί όλους τους εραστές. Τα πρόσωπα των Σοδόμων και τα πρόσωπα των Γομόρρων αντισταθμίζουν με την ένταση των σημείων τους το μυστικό που είναι υποχρεωμένα να τηρήσουν. Ο Προυστ γράφει για κάποια γυναίκα που κοιτάζει την Αλμπερτίν : «Θα έλεγες πως της έκανε σήματα με τη βοήθεια ενός φάρου». Στο δεύτερο αυτό επίπεδο είναι που κυριαρχεί η ιδέα του σφάλματος ή της ενοχής του αγαπημένου προσώπου. Κι αν το δεύτερο αυτό επίπεδο δεν είναι το βαθύτερο, αυτό συμβαίνει γιατί, όπως και το σύνολο που αποσυνθέτει, είναι κι αυτό στατιστικό : με την έννοια αυτή η ενοχή βιώνεται πολύ περισσότερο ως κοινωνική παρά ηθική ή εσωτερικευμένη. Αυτό που καθιστά απόλυτα συμπληρωματικές τις δύο ομοφυλοφιλικές σειρές, είναι η επαλήθευση της προφητείας του διαχωρισμού τους, της προφητείας του Σαμψών : «Τα δύο φύλα θα πεθάνουν, το καθένα χωριστά». Τα δυό φύλα είναι ταυτόχρονα και παρόντα και χωρισμένα στο ίδιο άτομο : εφαπτόμενα, αλλά στεγανοποιημένα και μη-συγκοινωνούντα, μέσα στο μυστήριο ενός πρωταρχικού ερμαφροδιτισμού, που δεν είναι κτήμα μιας ζωϊκής ολότητας που έχει πια χαθεί, αλλά η πραγματική στεγανοποίηση των δύο φύλων σε ένα και το αυτό φυτό. Το πρωταρχικό ερμαφρόδιτο είναι η πηγή απ’ όπου αδιάκοπα απορρέουν οι δύο ομοφυλοφιλικές σειρές. Και σ’ αυτό το σημείο θα τοποθετηθεί το τρίτο επίπεδο: το άτομο που ανήκει σ’ ένα ορισμένο φύλο (αλλά κανείς δεν ανήκει ποτέ σ΄ ένα ορισμένο φύλο, παρά μόνο ολικά ή στατιστικά) εμπεριέχει και το άλλο φύλο, χωρίς να μπορεί να επικοινωνήσει άμεσα μαζί του. «Σε ορισμένους ανθρώπους...η γυναίκα δεν είναι μονάχα εσωτερικά δεμένη στον άντρα, αλλά και αποκρουστικά ορατή, καθώς τους αναταράζει σ’ έναν υστερικό σπασμό, κάποιο τσιριχτό γέλιο που προκαλεί συσπάσεις στα γόνατά τους και στα χέρια τους». Το πρώτο επίπεδο είχε καθοριστεί από το στατιστικό σύνολο των ετεροσεξουαλικών ερώτων. Το δεύτερο επίπεδο είχε καθοριστεί από τις δυό, στατιστικές ακόμη, ομοφυλοφιλικές κατευθύνσεις, σύμφωνα με τις οποίες, ένα άτομο προερχόμενο από το προηγούμενο σύνολο παραπέμπεται σε άλλα άτομα του ίδιου φύλου, που συμμετέχουν στη σειρά των Σοδόμων, αν είναι άντρας και στη σειρά των Γομόρρων, αν είναι γυναίκα. Το τρίτο όμως επίπεδο είναι διασεξουαλικό («αυτό που λαθεμένα αποκαλείται ομοφυλοφιλία»), και επισημαίνει στο κάθε άτομο, τη συνύπαρξη αποσπασμάτων των δύο φύλων, επί μέρους αντικείμενα που δεν επικοινωνούν. Εδώ συμβαίνει τότε κάτι ανάλογο με τα φυτά : το ερμαφρόδιτο χρειάζεται έναν τρίτο (το έντομο) για να γονιμοποιηθεί το θηλυκό μέρος ή για να καταστεί γονιμοποιητικό το ανδρικό μέρος. Μια παράλογη λοιπόν επικοινωνία πραγματοποιείται, σε μια εγκάρσια διάσταση, ανάμεσα σε στεγανοποιημένα φύλα. Ή, μάλλον, συμβαίνει κάτι ακόμα πιο περίπλοκο. Μπορεί, πράγματι, κάποιο άτομο ολικά προσδιορισμένο ως αρσενικό, να αναζητεί, για να γονιμοποιήσει το θηλυκό του μέρος με το οποίο δεν μπορεί να επικοινωνήσει αυτό το ίδιο, ένα άτομο ολικά του δικού του φύλου (το ίδιο παρατηρείται με τη γυναίκα και το αρσενικό της μέρος). Στο τρίτο, όμως, επίπεδο, η ζήλια ανακαλύπτει κάτι βαθύτερο, τη διασεξουαλικότητα του αγαπημένου όντος, όλα όσα κρύβονται δίπλα στο φανερό και ολικά προσδιορισμένο του φύλο, όλα τα άλλα φύλα, τα εφαπτόμενα και μη-επικοινωνούντα, και τα παράξενα έντομα που έργο τους είναι να αποκαθιστούν την επικοινωνία των μερών - η ζήλια αποκαλύπτει τα επιμέρους αντικείμενα, αποκάλυψη ακόμη πιο επώδυνη από την αποκάλυψη των αντίζηλων. Το βαθύτερο νόημα της διασεξουαλικότητας στον Προυστ είναι ότι το συνολικά προσδιορισμένο ως αρσενικό άτομο θα αναγκάσει το θηλυκό του μέρος να γονιμοποιηθεί από επί μέρους αντικείμενα που μπορεί να υπάρχουν τόσο σε μια γυναίκα όσο και σ’ έναν άντρα. Όχι πια μια συνολική και εξειδικευμένη ομοφυλοφιλία, όπου οι άντρες παραπέμπουν στους άντρες και οι γυναίκες στις γυναίκες μέσα σ’ έναν διαχωρισμό των δύο σειρών, αλλά μια τοπική και μη-εξειδικευμένη ομοφυλοφιλία, όπου ο άντρας αναζητά και το αρσενικό στοιχείο σε μια γυναίκα, και η γυναίκα το θηλυκό στοιχείο σ’ έναν άντρα, και αυτό στη στεγανοποιημένη γειτνίαση των δύο φύλων που λειτουργούν ως επί μέρους αντικείμενα.

 

Αν η τελική θεωρία του Προυστ είναι σωστή, πάνω μας πλανιέται η προφητεία του Σαμψών: «Τα δύο φύλα θα πεθάνουν, το καθένα χωριστά». Ο μεσολαβητής, αντί να εξασφαλίσει την επικοινωνία ανάμεσα στο αρσενικό και στο θηλυκό, διχάζει το κάθε φύλο και το συνταιριάζει με τον εαυτό του. Σύμβολο μιας αυτογονιμοποίησης, πολύ πιο συγκινητικής επειδή είναι ομοφυλοφιλική, στείρα, έμμεση. Και περισσότερο από μια περιπέτεια, είναι η ουσία του έρωτα. Σε σημείο μάλιστα που οι αμφισεξουαλικοί έρωτες είναι μόνο η επιφανειακή όψη που καλύπτει τον προορισμό του κάθε φύλου, αποκρύπτοντας τα καταραμένα βάθη όπου τα πάντα συντελούνται (τις δύο δηλαδή ομοφυλοφιλικές σειρές). Οι άντρες και οι γυναίκες διασταυρώνονται μόνο φαινομενικά. Για όλους τους εραστές, για όλες τις αγαπημένες γυναίκες, πρέπει να τονιστεί αυτό που φαίνεται καθαρά μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις : οι εραστές «παίζουν για τη γυναίκα που αγαπά τις γυναίκες, το ρόλο μιας άλλης γυναίκας, και η γυναίκα τους προσφέρει, ταυτόχρονα, περίπου ότι βρίσκουν στον άντρα».


Επιστροφή στα περιεχόμενα.
Hellenic Mensa Magazine on Line



Οι σελίδες μας έχουν δεχθεί επισκέψεις μέχρι σήμερα.





************
Παρακαλούνται τα μέλη που έχουν σε αρχείο για Η/Υ τα άρθρα τους που πρόκειται να εμφανιστούν εδώ,
να τα στέλνουν στην διεύθυνση:
natsinas@hotmail.com


************

Με τον μετρητή που ακολουθεί φαίνονται και οι προτιμήσεις
των περισσότερων από μας έτσι ώστε να διαμορφώνεται
καλύτερα το περιεχόμενο του Περιοδικού μας


*
***
*******
**********
*************

Flag counter since January 2, 2013 (when main counter at the top of the page had 627136 visits):

Flag Counter

Shinystats:


*************
**********
*******
***
*