Επικαιρότητα - News | 4-6 2002 | 7-12 2002 | 1-6 2003 | 7-12 2003 | 1-6 2004 | 7-12 2004 | Photo Gallerie | Mensa Spesial Interest Groups |

 

 

 

 

 

Μπουζούκι, η πορεία από τους τεκέδες στα σαλόνια και ακόμα πιο μακριά

 
του Αναστάσιου Μεσιχρόνη.
 


Η ιστορία της ελληνικής λαϊκής μουσικής παρουσιάζει κοινά σημεία με το tango της Αργεντινής: για μια περίοδο ήταν ταυτισμένη με τον υπόκοσμο, όμως μετά ξέφυγε από τα όριά του, έγινε δεκτή από τη μεσαία τάξη και αργότερα απέκτησε παγκόσμια φήμη. Το πλήθος των τραγουδιών που έχουν ανεβεί στο youtube μου επιτρέπει να κάνω ένα εκτενές αφιέρωμα, αν και είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς μερικές δεκάδες ανάμεσα σε χιλιάδες τραγούδια.

Η πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι έγινε το 1933. Πριν οι δισκογραφικές εταιρείες δεν το καταδέχονταν. Ηχογραφούσαν δημοτικά, ελαφρά, σμυρναίικα, ακόμα και οπερέτες, όμως τους μπουζουξήδες τους έβγαζαν έξω. Εκείνος που πίεσε για να γίνει δεκτό αυτό το όργανο ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης, δίκαια λοιπόν θεωρείται ο γενάρχης του λαϊκού τραγουδιού! Όμως δεν θα παρουσιάσω το γνωστότερο τραγούδι του, τη «Φραγκοσυριανή». Γενικά σε αυτό το αφιέρωμα θα προσπαθήσω να αποφύγω τα χιλιοακουσμένα τραγούδια.

«Η γκρινιάρα», τραγουδάει ο ίδιος ο Βαμβακάρης μαζί με τον Κώστα Ρούκουνα.

 

Η αλήθεια είναι ότι αρκετά μεγάλο μέρος των τραγουδιών του είχαν μια θεματολογία που σήμερα αποτελεί ταμπού: τα ναρκωτικά. Μέχρι τη λογοκρισία που επέβαλε το καθεστώς Μεταξά το 1936 ηχογραφήθηκαν αρκετές δεκάδες. Ένα τραγούδι του Βαμβακάρη που δεν τόλμησε κανείς να τραγουδήσει σε επανεκτέλεση, αφού μπορεί να θεωρηθεί καθαρά διαφημιστικό, είναι «Ο μαστούρης».

Για τις μελωδίες του Βαμβακάρη θα έλεγα ότι ήταν μάλλον μονότονες. Οι μεταγενέστεροι συνθέτες έκαναν τη μελωδία αρκετά πιο πολύπλοκη, αλλά και οι στοίχοι απόκτησαν πλουσιότερο λεξιλόγιο!

Ένας άλλος προπολεμικός συνθέτης με αρκετές επιτυχίες ήταν ο Κώστας Σκαρβέλης:

«Δεν τον θέλω»

Εδώ παρατηρούμε ότι αν και τραγουδάει ο Γιώργος Κάβουρας πρόκειται για γυναικείο τραγούδι!

Μια σύνθεση του Πάνου Τούντα με το Στράτο Παγιουμτζή:

«Περσεφόνη μου γλυκιά» ή «Στου Τζελέπη»

«Η Παγκρατιώτισσα» του Πάνου Τούντα.

Όπως είναι προφανές, όταν πρόκειται για προπολεμικά τραγούδια προτιμώ τα χασάπικα και τα χασαποσέρβικα. Τα ζεϊμπέκικα σε εκείνη την περίοδο ήταν μάλλον πρωτόγονα:

«Η πλημμύρα» του Βαμβακάρη.

Θα έλεγα ότι ο συνθέτης που έκανε το μπουζούκι να ξεφύγει από τα πλαίσια του υποκόσμου ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης. Οι μελωδίες και το παίξιμο του μπουζουκιού του είχαν μια ευγένεια που ξεχώριζε από τους άλλους σύγχρονούς του συνθέτες.

«Πάνε τα παλιά» με το Στράτο Παγιουμτζή.

«Είσαι αριστοκράτισσα και ωραία» με τον Απόστολο Χατζηχρήστο.

Πρέπει να διευκρινίσω γιατί αναφέρομαι συνεχώς στους συνθέτες και όχι στους τραγουδιστές. Τραγουδιστές μπορεί να εκτελέσουν πολλοί ένα τραγούδι, όμως χωρίς συνθέτη και στιχουργό δεν υπάρχει τραγούδι. Γι’ αυτό είναι άστοχη η έκφραση: Το τραγούδι είναι του τάδε τραγουδιστή.

Ο πόλεμος έφερε αρκετές αλλαγές στο λαϊκό τραγούδι. Μέσα στην εξαετή περίοδο που έμειναν κλειστές οι δισκογραφικές εταιρείες (1940-1946) οι συνθέτες εξακολούθησαν να γράφουν τραγούδια, όμως το ύφος άλλαξε σε πιο μελαγχολικό. Μερικοί συνθέτες πέθαναν και το σμυρναίικο τελείωσε σαν είδος (επειδή δεν χρησιμοποιούσε μπουζούκι είναι εκτός του αντικειμένου αυτού του αφιερώματος).

Αναδεικνύονται καινούργιοι συνθέτες που γράφουν εξίσου εξευγενισμένα τραγούδια με τον Τσιτσάνη: Γιώργος Μητσάκης, Απόστολος Καλδάρας, Μανώλης Χιώτης, Μπάμπης Μπακάλης που προστίθενται στους παλιότερους που συνεχίζουν: Γιάννης Παπαϊωάννου, Απόστολος Χατζηχρήστος και πολλούς άλλους.

Κατά τη γνώμη μου η λαϊκή ορχήστρα έφτασε στο ζενίθ της γύρω στο 1950. Αν και πολύ λιτή, με 2 μπουζούκια, 1 κιθάρα και 1 ακορντεόν (μερικές φορές με κάποια όργανα ακόμα) έβγαζε αξεπέραστο ήχο.

Όταν απουσιάζει το ακορντεόν, υπάρχει η αίσθηση ότι κάτι λείπει. Παρόλα αυτά το μπουζούκι του Τσιτσάνη έκανε θαύματα, ακόμα και χωρίς ακορντεόν:

«Η αχάριστη», στην καλύτερη από τις αμέτρητες εκτελέσεις της, με το Στελλάκη Περπινιάδη και την Ιωάννα Γεωργακοπούλου.

Τώρα πλέον τα ζεϊμπέκικα έχουν βελτιωθεί πολύ και ακούγονται ευχάριστα, σε αντίθεση με τα προπολεμικά:

«Η ζημιά» με τη Μαρίκα Νίνου.

Σύνθεση του Γιώργου Μητσάκη με τον ίδιο:

«Το παιδί του δρόμου»

«Ο καλός ο καπετάνιος» του ίδιου συνθέτη με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου.

Η ατυχία ήταν ότι στην καλύτερη περίοδο του λαϊκού τραγουδιού η τεχνολογία ήταν ακόμα πρωτόγονη. Οι δίσκοι των 78 στροφών που κυκλοφορούσαν τότε (στην Ελλάδα μέχρι το 1958) φθείρονταν γρήγορα με το παίξιμο κι έτσι αρκετά τραγούδια μας έχουν φτάσει με ξυσίματα:

«Το κουμπί» του Τσιτσάνη με τη Ρένα Στάμου.

Σε τέτοιες περιπτώσεις κατεβάζουμε λίγο τα πρίμα!

«Μας χώρισαν οι θάλασσες» του Γεράσιμου Κλουβάτου με τη Σουζάνα Λαζαρίδου.

«Έφυγες χωρίς να με ρωτήσεις» του Σπύρου Καλφόπουλου με το Γιάννη Παπαδόπουλο.

«Η παραστρατημένη» του Απόστολου Καλδάρα με τη Στέλλα Χασκίλ.

«Ηλιοβασίλεμα σωστό» του Γιώργου Λαύκα με τον Ορφέα Κρεούζη και την Ιωάννα Γεωργακοπούλου.

«Εσύ μου πήρες τη χαρά» του Βασίλη Τσιτσάνη με το Θανάση Ευγενικό.

«Το ποινικό μητρώο» του Μανώλη Χιώτη με τον Τάκη Μπίνη και τη Στέλλα Χασκίλ.

«Παρτίδες» με του ίδιους συντελεστές.

«Καλή καρδιά καλό κρασί» του Γιάννη Παπαϊωάννου με τον Οδυσσέα Μοσχονά.

Αυτό το τραγούδι του Κώστα Καπλάνη το έχουν τραγουδήσει αμέτρητοι τραγουδιστές, όμως κανείς δεν φτάνει την πρώτη εκτέλεση με τον Τάκη Μπίνη:

«Ένας αλήτης πέθανε»

Εδώ ο ανεπανάληπτος Πρόδρομος Τσαουσάκης σε τραγούδι του Τσιτσάνη:

«Κάτσε φρόνιμα γκρινιάρα»

Οι νεότεροι γνωρίζουν τη Σωτηρία Μπέλλου από τη δεύτερη καριέρα της (από το 1967 και μετά). Όμως η πρώτη καριέρα (1947-1954) ήταν εκείνη που έβγαλε αριστουργήματα:

«Στερνή μου γνώση» του Τσιτσάνη.

«Σαν τον εξόριστο» του Μπάμπη Μπακάλη.

Ο εμφύλιος ενέπνευσε αρκετά τραγούδια, όμως τα πράγματα δεν λέγονταν με το όνομά τους, αφού υπήρχε λογοκρισία:

«Κάποια μάνα αναστενάζει» με τη Στέλλα Χασκίλ.

Εκεί που λέει «ξενιτιά» εννοεί «εξορία»!

«Το όνειρο της αδελφής» του Τσιτσάνη με τη Μαρίκα Νίνου.

Το τραγούδι «Σ’ ένα απόκρημνο ακρογιάλι» του τυφλού συνθέτη Στέλιου Χρυσίνη υπονοεί κάποιον εξόριστο σε νησί.

Τα τραγούδια με κοινωνικό περιεχόμενο η λογοκρισία τα έβλεπε με καχυποψία. Παρόλα αυτά εγκρίθηκαν αρκετά τραγούδια σχετικά με τη φτώχια, συγκεκριμένα όσα περνούσαν την ιδέα ότι έτσι είναι τα πράγματα και δεν μπορεί να γίνει τίποτα!

«Φτωχέ διαβάτη» του Τσιτσάνη με τη Σωτηρία Μπέλλου και το Συνθέτη.

Φυσικά η ερωτική απογοήτευση αποτελούσε ανέκαθεν θέμα του λαϊκού τραγουδιού.

Σύνθεση και ερμηνεία του Σταύρου Τζουανάκου:

«Η κατάρα της μάγισσας»

Σύνθεση του Γιάννη Κυριαζή με το Σταύρο Τζουανάκο:

«Κοντά μου αγανάκτησες»

Ποιος θα έγραφε σήμερα τραγούδι για σεισμό; Κι όμως τότε ο Τσιτσάνης έγραψε το «Ο χάρος έστησε χορό» για το σεισμό στα Επτάνησα! Τραγουδάει η Άννα Χρυσάφη.

Ο Μανώλης Χιώτης, πριν συνδεθεί με τη Μαίρη Λίντα, είχε γράψει κι αυτός πολύ βαριά τραγούδια. Τότε το θέμα της αρρώστιας και του θανάτου δεν ήταν ταμπού στα τραγούδια όπως είναι σήμερα:

«Του πόνου το ποτήρι» με τον Τάκη Μπίνη.

Ορισμένοι ίσως ξενίζονται από αυτά τα βαριά και μελαγχολικά τραγούδια, όμως έτσι ήταν το κλίμα στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 50!

Η αποδοχή του μπουζουκιού από την ανώτερη τάξη απεικονίζεται χιουμοριστικά σε αυτή την ταινία με το Γιώργο Μητσάκη και την Άννα Χρυσάφη .

Από τη δεκαετία του 50 περνάμε από τη «συνθετοκεντρική» στην «τραγουδιστοκεντρική» εποχή. Οι τραγουδιστές αρχίζουν και παίρνουν ποσοστά από τους δίσκους (ενώ μέχρι τότε έπαιρναν ένα ποσό κατ’ αποκοπή) και οι συνθέτες περνάνε σιγά-σιγά στο παρασκήνιο. Σ’ αυτό συνέβαλε και η εμφάνιση μιας γενιάς μεγάλων τραγουδιστών μεταξύ 1952-1954: Στέλιος Καζαντζίδης, Πάνος Γαβαλάς, Βαγγέλης Περπινιάδης, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέη, Γιώτα Λύδια, Μαίρη Λίντα. Είναι πραγματικά δύσκολη η επιλογή ανάμεσα στις χιλιάδες τραγούδια που έχουν ερμηνεύσει. Ενδεικτικά όμως μπορώ να παρουσιάσω μερικά τραγούδια.

«Να’ χεις χάρη που σε αγαπώ» του Μητσάκη την Καίτη Γκρέη.

Ένα τσιφτετέλι του Τσιτσάνη από τα μέσα της δεκαετίας του 50 πάλι με την Καίτη Γκρέη:

«Φελλάχες γλυκιές»

Κλαψιάρικη ήταν η φωνή της Γκρέη όταν χρειαζόταν, όμως τη Γιώτα Λύδια δεν την έφτανε καμία στις σπαρακτικές ερμηνείες:

«Όποιος πολλά έχει βάσανα» του Γεράσιμου Κλουβάτου.

Η Πόλυ Πάνου πάντως ήταν ειδικευμένη στα βαριά ζεϊμπέκικα:

«Ο πόνος με πλυμμήρισε» του Θεόδωρου Δερβενιώτη

Η Μαίρη Λίντα μπορεί να έγινε γνωστή από τα ελαφρολαϊκά τραγούδια του Χιώτη, όμως στις αρχές της καριέρας της τραγούδησε κι αυτή βαριά τραγούδια:

«Νύχτα χωρίς ξημέρωμα» του Βασίλη Τσιτσάνη

«Καταραμένη φυλακή» του Απόστολου Καλδάρα σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου με τον Πάνο Γαβαλά.

Οι ερμηνείες του Στέλιου Καζαντζίδη στα πρώτα χρόνια της καριέρας του δεν είχαν καμία σχέση με εκείνες που ξέρουν οι νεότεροι.

«Το μεγάλο ψάρι» του Γιάννη Παπαϊωάννου, εδώ τραγουδάει μαζί με τη Ρένα Ντάλια.

Εδώ μαζί με την Καίτη Γκρέη στο «Η πληγωμένη μου καρδιά» του Θεόδωρου Δερβενιώτη, ο οποίος ήταν ο συνθέτης που έδωσε περισσότερα τραγούδια στον Καζαντζίδη από οποιονδήποτε άλλο συνθέτη

«Ντόρτια και δυάρες» του Μπάμπη Μπακάλη σε στίχους Κώστα Βίρβου.

Το μεγάλο μπαμ για τη διεθνή αναγνωρισιμότητα του μπουζουκιού έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 60 με τις ταινίες "Ποτέ την Κυριακή" και "Ζορμπάς". Δηλαδή το πέρασμα από τους τεκέδες του Πειραιά στη διεθνή σκηνή έγινε σε λιγότερο από 3 δεκαετίες!

Η δεκαετία του 60 όμως θα εξεταστεί σε επόμενο άρθρο.

 

 

 

Αναστάσιος Μεσιχρόνης
Μεταφραστής
Ερασιτέχνης συγκοινωνιολόγος






Επιστροφή στα περιεχόμενα.




 




           



************
Παρακαλούνται τα μέλη που έχουν σε αρχείο για Η/Υ τα άρθρα τους που πρόκειται να εμφανιστούν εδώ,
να τα στέλνουν στην διεύθυνση:
natsinas@hotmail.com


************

Με τον μετρητή που ακολουθεί φαίνονται και οι προτιμήσεις
των περισσότερων από μας έτσι ώστε να διαμορφώνεται
καλύτερα το περιεχόμενο του Περιοδικού μας


*
***
*******
**********
*************

Flag counter since January 2, 2013 (when main counter at the top of the page had 627136 visits):

Flag Counter

Shinystats:


*************
**********
*******
***
*