Επικαιρότητα - News | 4-6 2002 | 7-12 2002 | 1-6 2003 | 7-12 2003 | 1-6 2004 | 7-12 2004 | Photo Gallerie | Mensa Spesial Interest Groups |
Μία θεωρία για τον έρωτα.

 

 

 

Περίληψη της ομιλίας του Γιώργου  Κλείτσα  «Μια Θεωρία για τον έρωτα»

 

Πιστεύοντας ότι ανήκω σ’ αυτούς τους μελλοντικούς αναγνώστες του Μαρσέλ Προυστ, οι οποίοι «διαβάζουν μέσα τους αυτό που έγραψε», αναλαμβάνω να σκιαγραφήσω σήμερα τη θεωρία του για τα ερωτικά σημεία, όπως αποτυπώνεται στο πασίγνωστο έργο του «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο».

 

Όλα όσα μας διδάσκουν κάτι εκπέμπουν σημεία και κάθε πράξη μάθησης είναι η ερμηνεία σημείων ή ιερογλυφικών. Ο μαθητευόμενος, αυτός που πρόκειται να διδαχθεί τα σημεία του έρωτα, έχει αυταπάτες που τελικά θα τις αποβάλλει. Τις πρώτες φορές που ερωτεύεται, ότι νιώθει το αποδίδει στο «αντικείμενο» : αυτό που του φαίνεται μοναδικό σ’ ένα πρόσωπο, του φαίνεται και πως ανήκει σ’ αυτό το πρόσωπο. Κι έτσι, οι πρώτοι του έρωτες τείνουν στην εξομολόγηση. Αργότερα συνειδητοποιεί ότι δεν είναι ούτε απαραίτητο, ούτε επιθυμητό να εξομολογείσαι. Στη δεύτερη φάση της μαθητείας διδασκόμαστε την υποκειμενικότητα του έρωτα καθώς και την ανάγκη να μην εξομολογούμαστε για να προφυλάξουμε τους μελλοντικούς έρωτές μας. Η τρίτη φάση της μαθητείας είναι η συνειδητοποίηση του πρωταρχικού θέματος που ξεπερνά τις υποκειμενικές μας καταστάσεις αλλά και τα αντικείμενα στα οποία ενσαρκώνεται.

 

Το αγαπημένο πρόσωπο προϋποθέτει, εντυλίγει, φυλακίζει έναν ή πολλούς ενδεχόμενους κόσμους, τοπία και τόπους, τρόπους ζωής, μια πολλαπλότητα από ψυχές. Να αγαπάς, είναι να προσπαθείς να εξηγήσεις, να ξετυλίξεις τους άγνωστους αυτούς κόσμους που παραμένουν τυλιγμένοι μέσα στο αγαπημένο πρόσωπο. Γι’ αυτό και ερωτευόμαστε τόσο εύκολα γυναίκες που «δεν ανήκουν στον κόσμο μας», που δεν είναι καν του τύπου μας. Γι αυτό και διανοούμενοι προτιμούν συχνά μέτριες και ανόητες γυναίκες.

 

Πως, όμως, θα μπορούσαμε να πλησιάσουμε ένα τοπίο που δεν είναι πια αυτό που βλέπουμε αλλά, αντίθετα, το τοπίο μέσα στο οποίο μας βλέπουν; Είναι ακριβώς η στιγμή που έχουμε μπλεχτεί στο γρανάζι του έρωτα, θα θέλαμε να παραμείνουμε για κείνην που αγαπάμε ο άγνωστος τον οποίο μπορεί ν’ αγαπήσει, αλλ’ όμως τη χρειαζόμαστε, χρειαζόμαστε ν’ αγγίξουμε λιγότερο το κορμί της παρά την προσοχή της, την καρδιά της κι ο έρωτας, σφίγγει για μας με εναλλασσόμενη κίνηση, το γρανάζι μέσα στο οποίο δεν είναι πια δυνατό ούτε να μην αγαπάμε ούτε να μας αγαπούν. «Αν με είχε δει, τότε τι μπορεί ν’ αντιπροσώπευα για κείνη; Θα μου ήταν το ίδιο δύσκολο να το πω όσο, όταν ορισμένες λεπτομέρειες μας γίνονται ορατές, χάρη στο τηλεσκόπιο, σ’ ένα γειτονικό ουράνιο σώμα, είναι δύσκολο να συμπεράνουμε απ’ αυτές αν το κατοικούν ανθρώπινα όντα, αν μας βλέπουν, και ποιες ιδέες είναι δυνατόν να προκάλεσε μέσα τους αυτή η θέα».

 

Η φιλία τρέφεται από την παρατήρηση και τη συνομιλία, ο έρωτας, πιο διορατικός, αποφεύγει κατ’ αρχή κάθε επικοινωνία. Ένας μέτριος ή σύντομος έρωτας αξίζει περισσότερο από μια μεγάλη φιλία : γιατί κάτι που ασκεί βία επάνω μας έχει πολύ μεγαλύτερο πλούτο από τους καρπούς της καλής μας θέλησης.

 

Αυτό που αναζητάμε δεν είναι η απόλαυση αλλά η αλήθεια. Ποιος αναζητά την αλήθεια; Ο ζηλότυπος, που πιέζεται από τα ψέματα του αγαπημένου προσώπου. Το σφάλμα της φιλοσοφίας είναι ότι προϋποθέτει πως έχουμε την έμφυτη αγάπη της αλήθειας. Γι αυτό η φιλοσοφία φτάνει μόνο σε συμβατικές, αφηρημένες, αναιτιολόγητες, αυθαίρετες, λογικές αλήθειες, σε αλήθειες που δεν εκθέτουν κανένα. Η αλήθεια δεν βρίσκεται ποτέ στα λόγια, στην έλλογη και αναλυτική έκφραση αλλά στην ερμηνεία του σημείου, που σκοντάφτουμε τυχαία επάνω του και μας εξαναγκάζει να αναζητήσουμε την αλήθεια. Τέλος, την αλήθεια στον έρωτα (τις αποδείξεις της ενοχής του αγαπημένου όντος), τη συλλαμβάνουμε  μόνο τη στιγμή που έπαψε να μας ενδιαφέρει, που ο ερωτευμένος έχει παύσει να αγαπά, νικημένος από την κούραση και τη συνήθεια.

 

Τα σημεία που εκπέμπει το αγαπημένο πρόσωπο είναι απατηλά, ενώ απευθύνονται σε μας, εκφράζουν αναπόφευκτα κόσμους που μας αποκλείουν, που σχηματίστηκαν πριν από μας, με άλλα πρόσωπα και που το αγαπημένο πρόσωπο δε θέλει, δεν μπορεί να μας τους γνωρίσει (ν’ αγαπάς και να μην αγαπιέσαι). Είναι όλα τους οδυνηρά, κάθε ικανοποίηση που μας δίνεται μεταθέτει μόνο τον πόνο. Τα σημεία, τα ιερογλυφικά του έρωτα είναι τα ψέματα του αγαπημένου προσώπου. Κι αυτός που ερμηνεύει ερωτικά σημεία, ερμηνεύει κατ’ ανάγκη ψέματα.

 

Η ζήλια είναι πολύ βαθύτερη από τον έρωτα,  εμπεριέχει την αλήθειά του. Προχωράει περισσότερο στη σύλληψη και στην ερμηνεία των σημείων. Η ζήλια είναι ο προορισμός του έρωτα, ο τελικός του σκοπός. Η αντίφαση στον έρωτα είναι ότι τα μέσα, στα οποία βασιζόμαστε για να μας προφυλάξουν από τη ζήλια, είναι ακριβώς εκείνα που την αναπτύσσουν. «Κι όλες οι ηδονικές αναμνήσεις που έπαιρνε μαζί του φεύγοντας απ’ το σπίτι της, ήταν σαν ισάριθμα σκίτσα, «προσχέδια» σαν αυτά που σας παρουσιάζει ένας διακοσμητής, και που επέτρεπαν στον Χ να ‘χει μιαν ιδέα απ’ τις φλογερές ή λιγωμένες στάσεις της απέναντι σ’ άλλους».

 

Ποιος, όμως, είναι ο κόσμος που μας αποκλείει ερμητικά, και που η ζήλια τον αποκαλύπτει; Ερμηνεύοντας τα σημεία της αγαπημένης γυναίκας, βρισκόμαστε τελικά αντιμέτωποι με το σήμα των Γομόρρων, τη βαθύτερη έκφραση της πρωταρχικής γυναικείας πραγματικότητας. Η ζήλια δεν είναι πια μόνο η εξήγηση δυνητικών κόσμων (όπου άλλοι, όμοιοί μου, μπορούν να ιδωθούν και να επιλεγούν), αλλά η αποκάλυψη ενός αγνώριστου κόσμου, εκεί που ο αγαπημένος σχετίζεται πια μόνο με άλλα πρόσωπα που είναι όμοιά του, πηγές απολαύσεων απροσπέλαστες για μένα.     

 

‘Όταν η αρρώστια που είναι η αγάπη πολλαπλασιάζεται (από την τεράστια δύναμη της ανθρώπινης φαντασίας, από μια τεράστια ψευδαίσθηση), δένεται με όλες τις συνήθειες του ερωτευμένου, όλες του τις πράξεις, τη σκέψη του, την υγεία του, τη ζωή του κι ακόμα μ’ ότι θα επιθυμούσε μετά το θάνατό του -ο έρωτάς του δεν είναι πια χειρουργήσιμος, δεν αφαιρείται χωρίς να καταστρέψει τον ίδιο. Όταν η γυναίκα έχει να κάνει μ’ έναν αισθηματία, αρχίζει ένα τρομερό παιχνίδι. Μη μπορώντας να στερηθεί αυτή τη γυναίκα, την κυνηγά, εκείνη του ξεφεύγει, κι έτσι ένα ανέλπιστο πια χαμόγελο, ακόμα και μια υπόσχεση παρουσίας, πληρώνεται χίλιες φορές παραπάνω απ’ ότι θα ‘πρεπε να πληρωθούν οι ιδιαίτερες εύνοιες. Συμβαίνει μάλιστα συχνά, όταν κανείς, από δειλία μπροστά στην οδύνη, έχει την τρέλα να μετατρέψει μια κοπέλα σ’ ένα απρόσιτο είδωλο, ακόμα και το πρώτο φιλί να μην το εξασφαλίσει ποτέ.

 

Ο έρωτας δεν παύει ποτέ να απεργάζεται το τέλος του και να μιμείται τη διακοπή του (σκηνή ζηλοτυπίας).  

 

Ο μαθητευόμενος διδάσκεται, τελικά, ότι οι λόγοι που σε κάνουν να αγαπάς δεν βρίσκονται ποτέ σ’ εκείνον που αγαπάς αλλά ανάγονται σε φαντάσματα, σε Τρίτους, σε Θέματα που ενσαρκώνονται στο αγαπημένο πρόσωπο σύμφωνα με περίπλοκους νόμους. Πρόκειται για την εικόνα της μητέρας ή του πατέρα αρχικά, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο όμως πρόκειται για μια απόμακρη εικόνα, πέρα απ’ την εμπειρία μας, για ένα είδος αρχέτυπου. Γιατί όμως έχουμε την τάση να επαναλαμβάνουμε την εικόνα αυτή ακόμα περισσότερο, και ακόμα καλύτερα; Γιατί στην πραγματικότητα μας διαφεύγει και παραμένει ασύνειδη. Η εμπειρία μας είναι ολότελα ανώφελη γιατί δεν παραδεχόμαστε πως επαναλαμβάνουμε και πιστεύουμε πάντα σε κάτι καινούργιο. Τελικά, όμως , καταλαβαίνουμε ότι οι οδύνες μας δεν ήταν εξαρτημένες από το αντικείμενο -ήταν «αστεϊσμοί» ή «φάρσες» που εμείς οι ίδιοι κάναμε σε βάρος του εαυτού μας. Τα αγαπημένα πρόσωπα δεν ήταν αίτια που δρούσαν με τρόπο αυτόνομο αλλά ζωντανές εικόνες ενός εσωτερικού θεάματος.

 

Δεν υπάρχει μόνο η σειρά των διαδοχικών ερώτων αλλά και κάθε έρωτας αποκτά ο ίδιος κάποια μορφή σειράς. Το αγαπημένο πρόσωπο έχει πολλαπλές ψυχές και πολλά πρόσωπα, στα οποία αντιστοιχεί ένας πολλαπλασιασμός του εγώ του ερμηνευτή. Η ίδια η αγάπη μας, η ζήλια μας, δεν είναι το ίδιο συνεχές και αδιαίρετο πάθος. Αποτελείται από άπειρο αριθμό από διαδοχικές αγάπες, από διαφορετικές ζήλιες που είναι εφήμερες αλλά που με το αδιάσπαστο πλήθος τους δίνουν την αυταπάτη της συνέχειας.

 

Υπάρχει μια καταπληκτική σχέση ανάμεσα στον εγκλεισμό του αγαπημένου που πηγάζει από τη ζήλια, την ηδονή της όρασης και την πράξη της βεβήλωσης. Γιατί να φυλακίζεις είναι ακριβώς να παίρνεις τη θέση αυτού που βλέπει χωρίς να τον βλέπουν, χωρίς να ριψοκινδυνεύει δηλαδή να παρασυρθεί από την Άποψη του άλλου που μας έδιωχνε από τον κόσμο του αλλά και μας έκλεινε σ’ αυτόν. Γι’ αυτό και το να βλέπεις υπερβαίνεται από τον πειρασμό να αναγκάζεις τον άλλο να βλέπει, έστω και συμβολικά. Παντού να βεβηλώνεις είναι να αναγκάζεις τη μητέρα (ή τον πατέρα) να λειτουργεί ως επιμέρους αντικείμενο, δηλαδή να την περιφράξεις, να την αναγκάσεις να παρακολουθεί ένα γειτονικό θέαμα, και μάλιστα να την αναγκάζεις να παίρνει η ίδια μέρος στο θέαμα αυτό, - θέαμα που της είναι πια αδύνατο να διακόψει και απ’ όπου της είναι αδύνατο να ξεφύγει. «Να είσαι σκληρός και πανούργος μ’ αυτόν που αγαπάς», αφού πρόκειται να τον φυλακίσεις, να τον κοιτάζεις όταν εκείνος δεν μπορεί πια να σε δει, κι ύστερα να τον αναγκάζεις να παρακολουθεί τις περιφραγμένες σκηνές, όπου αυτός ο ίδιος αποτελεί το αισχρό θέαμα, ή είναι απλά και μόνο ο αηδιασμένος θεατής του.    

 

Η τελική θεωρία του Προυστ, αναφέρεται σε τρία επίπεδα. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, υπάρχει το σύνολο των αμφισεξουαλικών ερώτων. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, το σύνολο αυτό διαιρείται στις δύο ομοφυλοφιλικές κατευθύνσεις : των Γομόρρων, που συγκαλύπτει το μυστικό της αγαπημένης γυναίκας και των Σοδόμων, που συγκαλύπτει το ακόμα πιο κρυφό μυστικό του εραστή. Αυτό που καθιστά απόλυτα συμπληρωματικές τις δύο ομοφυλοφιλικές σειρές είναι η επαλήθευση της προφητείας του διαχωρισμού τους, της προφητείας του Σαμψών : «Τα δύο φύλα θα πεθάνουν, το καθένα χωριστά». Τα δύο φύλα είναι ταυτόχρονα και παρόντα και χωρισμένα στο ίδιο άτομο : εφαπτόμενα, αλλά στεγανοποιημένα και μη συγκοινωνούντα, μέσα στο μυστήριο ενός πρωταρχικού ερμαφροδιτισμού. Και σ’ αυτό το σημείο θα τοποθετηθεί το τρίτο επίπεδο: το άτομο που ανήκει σ΄ ένα ορισμένο φύλο (αλλά κανείς δεν ανήκει ποτέ σ’ ένα ορισμένο φύλο, παρά μόνο ολικά ή στατιστικά) εμπεριέχει και το άλλο φύλο, χωρίς να μπορεί να επικοινωνήσει άμεσα μαζί του. Το τρίτο αυτό επίπεδο είναι διασεξουαλικό (αυτό που λαθεμένα αποκαλείται ομοφυλοφιλία) και επισημαίνει στο κάθε άτομο, τη συνύπαρξη αποσπασμάτων των δύο φύλων, επί μέρους αντικείμενα που δεν επικοινωνούν. Όχι πια μια συνολική και εξειδικευμένη ομοφυλοφιλία, όπου οι άντρες παραπέμπουν στους άντρες και οι γυναίκες στις γυναίκες, αλλά μια τοπική και μη-εξειδικευμένη ομοφυλοφιλία, όπου ο άντρας αναζητά και το αρσενικό στοιχείο σε μια γυναίκα, και η γυναίκα το θηλυκό στοιχείο σ’ έναν άντρα.

 

Οι άντρες και οι γυναίκες διασταυρώνονται μόνο φαινομενικά. Για όλους τους εραστές, για όλες τις αγαπημένες γυναίκες, πρέπει να τονιστεί αυτό που φαίνεται καθαρά μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις : οι εραστές «παίζουν για τη γυναίκα που αγαπά τις γυναίκες, το ρόλο μιας άλλης γυναίκας, και η γυναίκα τους προσφέρει, ταυτόχρονα, περίπου ότι βρίσκουν στον άντρα».

 

* Ο συγγραφέας διαθέτει δωρεάν αντίτυπα της πλήρους ομιλίας στα μέλη της Mensa.






Επιστροφή στα περιεχόμενα.
Hellenic Mensa Magazine on Line



Οι σελίδες μας έχουν δεχθεί επισκέψεις μέχρι σήμερα.





************
Παρακαλούνται τα μέλη που έχουν σε αρχείο για Η/Υ τα άρθρα τους που πρόκειται να εμφανιστούν εδώ,
να τα στέλνουν στην διεύθυνση:
natsinas@hotmail.com


************

Με τον μετρητή που ακολουθεί φαίνονται και οι προτιμήσεις
των περισσότερων από μας έτσι ώστε να διαμορφώνεται
καλύτερα το περιεχόμενο του Περιοδικού μας


*
***
*******
**********
*************

Flag counter since January 2, 2013 (when main counter at the top of the page had 627136 visits):

Flag Counter

Shinystats:


*************
**********
*******
***
*